Το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος

Ένας σημαντικός θεσμός του ελληνικού θεάτρου είναι το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Το κρατικό αυτό θέατρο, ο αντίποδας του Εθνικού Θεάτρου της Ελλάδας, αποτελεί την καλύτερη απάντηση στο αθηνοκεντρικό σύστημα παραγωγής θεατρικής δραστηριότητας. Τόσο το κύρος που έχει αποκτήσει μετά από τα τόσα χρόνια λειτουργίας του, παρά τα πολλά προβλήματα που αντιμετώπισε, όσο και η καλλιτεχνική συνεισφορά του στη μεταπολεμική θεατρική ιστορία, ανάγουν αυτόν τον θεατρικό οργανισμό σε κέντρο πολιτιστικής και πολιτισμικής κίνησης. Η δημιουργία του πρώτου κρατικού θεάτρου της Θεσσαλονίκης εξαρτήθηκε από συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες. Τον Απρίλιο του 1939, ιδρύεται η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, στην αίθουσα Βιβλιοθήκης Θεσσαλονίκης. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους, ο Κωστής Μπαστιάς, γενικός διευθυντής τότε του Εθνικού Θεάτρου εγκαινιάζει το Βασιλικό Θέατρο. Το 1942, υπό τον κίνδυνο της δημιουργίας κλιμακίου του Εθνικού Θεάτρου της Σόφιας στη Θεσσαλονίκη από τους Γερμανούς, η ελληνική κυβέρνηση επισπεύδει τη δημιουργία κρατικού θεάτρου στη πόλη. Το 1943 οι Γερμανοί, γνωρίζοντας ότι εισέρχονται οι σύμμαχοι στη Θεσσαλονίκη, δίνουν την άδεια για τη δημιουργία του πρώτου Κρατικού Θεάτρου Θεσσαλονίκης. Μετά την απελευθέρωση το Κρατικό Θέατρο μετονομάζεται σε «Λαϊκό Θέατρο Βορείου Ελλάδος». Το νέο θέατρο δεν διαθέτει τους απαραίτητους οικονομικούς πόρους για την επιβίωσή του και κλείνει το 1945. Έπρεπε να περάσουν δεκαπέντε χρόνια, όταν τον Ιανουάριο του 1961, με απόφαση του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή, ιδρύεται το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος (Κ.Θ.Β.Ε.) και η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών υποχρεώνεται να παραχωρήσει την ιδιοκτησία της στο καινούργιο θέατρο. Πρώτος Διευθυντής του θεάτρου διορίζεται ο Σωκράτης Καραντινός, σκηνοθέτης του Εθνικού Θεάτρου. Ο Καραντινός, μαζί με τον ιστορικό και θεωρητικό του θεάτρου Λίνο Πολίτη και τον Γιώργο Θέμελη, εισάγουν την ιδεολογική πλατφόρμα του Θεάτρου. Ο σκοπός είναι να δημιουργηθεί ένα κρατικό θέατρο που να ανήκει όχι μόνο στη Θεσσαλονίκη αλλά σε όλη την Βόρεια Ελλάδα.
Η πρώτη παράσταση του Κρατικού Θεάτρου είναι ο «Οιδίπους Τύραννος» του Σοφοκλή σε μετάφραση Φώτου Πολίτη και σκηνοθεσία του Σωκράτη Καραντινού. Παρουσιάζεται στο αρχαίο θέατρο των Φιλίππων, στο αρχαίο θέατρο Θάσου, και στο «Καυτατζόγλειο» στάδιο Θεσσαλονίκης. Την άνοιξη της επόμενης χρονιάς η παράσταση περιοδεύει σε δεκαπέντε πόλεις της Μακεδονίας. Ο Καραντινός κατάφερε να εισάγει το εναλλασσόμενο δραματολόγιο (τη παρουσίαση δηλαδή παραστάσεων πολλών θεατρικών έργων σε μικρό χρονικό διάστημα, συνήθως με τους ίδιους ηθοποιούς ), να προωθήσει πρωτοποριακά έργα και το νεοελληνικό θεατρικό κείμενο, αλλά και να εντάξει τις παραστάσεις του Κρατικού στο Ηρώδειο. Επίσης στις μέρες του Καραντινού, παρέλασαν μεγάλες και καταξιωμένες προσωπικότητες του ελληνικού θεάτρου, όπως οι σκηνοθέτες, Αλέξης Σολομός, Πέλος Κατσέλης, Μίνως Βολανάκης, σκηνογράφοι όπως ο Σπύρος Βασιλείου, ο Νίκος Εγγονόπουλος και ηθοποιοί όπως η Κυβέλη, ο Αιμίλιος Βεάκης, η Άννα Συνοδινού, ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ. Επίσης μία ευρεία γκάμα έργων βρίσκουν την σκηνική τους παρουσίαση στο Κρατικό Θέατρο: Έργα του Σοφοκλή, Ευριπίδη, Αισχύλου, Ξενόπουλου, Τερζάκη, Σικελιανού, Μπέκετ, Ελιοτ, Σαίξπηρ, Λόρκα, Ίψεν, Τσέχωφ. Η συνεχώς ανοδική πορεία του θεάτρου, που αναγνωρίζεται καθολικά κερδίζοντας τον θεατρικό χώρο, διακόπτεται απότομα από το πραξικόπημα της 21 Απριλίου 1967.
Από το 1967 έως το 1974 γενικός διευθυντής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος διορίζεται ο συγγραφέας και κριτικός θεάτρου Γιώργος Κιτσόπουλος. Στο Θέατρο προσλαμβάνεται ο Θάνος Κωτσόπουλος, πρωταγωνιστής του Εθνικού Θεάτρου ως ηθοποιός και σκηνοθέτης αλλά και σκηνοθέτες Κώστας Μιχαηλίδης και Γιώργος Θεοδοσιάδης. Το 1969 εγκαινιάζεται με τις «Εκκλησιάζουσες» του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Σπ. Ευαγγελάτου μια πρωτοποριακή σκηνή. Η «Νέα Σκηνή» του Κρατικού είναι ένας χώρος που στοχεύει στο πειραματισμό και την αναζήτηση καινούργιας θεατρικής φόρμας σε συγγραφικό και σκηνοθετικό επίπεδο. Παρουσιάζονται συγγραφείς όπως ο Στρατής Καρράς, ο Ντίνος Ταξιάρχης, ο Χρήστος Σαμουηλίδης, αλλά και ξένοι όπως ο Ευγένιος Ιονέσκο, ο Αλμπέρ Καμύ, ο Τζέιμς Τζόυς. Τον Σεπτέμβριο 1973, ιδρύεται η Δραματική Σχολή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. που παρέχει δωρεάν πλήρη θεατρική και γενικότερα καλλιτεχνική παιδεία και αποτελεί φυτώριο για νέους ηθοποιούς.
Μετά τη πτώση της δικτατορίας, από τον Οκτώβριο του 1974 έως τον Μάιο του 1977, αναλαμβάνει γενικός διευθυντής του Κ.Θ.Β.Ε. ο Μίνως Βολανάκης. Η δραστηριότητα του θεάτρου επεκτείνεται σε όλη την Ελλάδα και ο αριθμός των θεατών του πολλαπλασιάζεται, ενώ οι περιοδείες από την ίδρυσή του ανέρχονται σε 663 πόλεις, με αποκορύφωση την έξοδο του στο εξωτερικό και ειδικότερα ση Σοβιετική Ένωση και τη Βουλγαρία με τις παραστάσεις «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή και «Μήδεια» του Αισχύλου. Επί διευθύνσεως Βολανάκη το Κρατικό αρχίζει να αντιμετωπίζεται ισότιμα με το Εθνικό Θέατρο της Ελλάδος και αυτό μπορεί να συνοψιστεί στο γεγονός ότι μπορεί να παρουσιάζει κάθε χρόνο μια παράσταση στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου και να φιλοξενείται κάθε άνοιξη στις σκηνές του Εθνικού. Επίσης, για πρώτη φορά οι ηθοποιοί του Θεάτρου συνδικαλίζονται, ιδρύουν δικό τους σύλλογο και μπορούν να διεκδικήσουν τα συμβόλαια τους και τις συνθήκες εργασίας τους. Τέλος στη περίοδο αυτή, συνεργάζονται με το θέατρο καλλιτέχνες που θεωρούνται κορυφαίοι για το έργο τους τόσο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό, όπως οι σκηνογράφοι Ντένυ Βαχλιώτη, Βασίλης Φωτόπουλος, Διονύσης Φωτόπουλος ή οι μουσικοί Μίκης Θεοδωράκης και Θεόδωρος Αντωνίου.
Η περίοδος Βολανάκη λήγει το 1977 με μια σειρά διοικητικών προβλημάτων. Προηγουμένως έχει καταργηθεί η «Νέα Σκηνή» και ήδη οι περιοδείες στην επαρχία έχουν ελαττωθεί σημαντικά. Η κρίση στο Κρατικό φαίνεται να οφείλεται στις καλλιτεχνικές πρωτοβουλίες του Βολανάκη, που αναλαμβάνονταν μαζί με Διοικητικό Συμβούλιο αλλά συνήθως χωρίς την έγκριση της Καλλιτεχνικής Επιτροπής που είχε συσταθεί μεταπολιτευτικά. Αυτή η «ομαδική» προοπτική λήψης αποφάσεων, οφείλεται στη γενικότερη δημοκρατική προσέγγιση των δραστηριοτήτων που ενέπνεε η συγκεκριμένη πολιτική περίοδος. Εξάλλου το διοικητικό συμβούλιο είχε μόλις επανασυσταθεί, αφού κατά την διάρκεια της δικτατορίας, καταργήθηκε για να αντικατασταθεί από τον Οργανισμό Κρατικών Θεάτρων Ελλάδος, στο οποίο ανήκε και το Κ.Θ.Β.Ε., που ήταν υπεύθυνο για την λήψη αποφάσεων όλων των κρατικών θεάτρων.
Από τον Μάιο του 1977 ως τον Σεπτέμβριο του 1980, γενικός διευθυντής του θεάτρου γίνεται ο Σπύρος Ευαγγελάτος που το οργανώνει σε πολλά επίπεδα. Εφαρμόζει πάλι το εναλλασσόμενο δραματολόγιο, επαναλειτουργεί τη «Νέα Σκηνή», στεγάζεται στη «Κεντρική Σκηνή» και αργότερα στο διαμορφωμένο χώρο του «Υπερώου». Εμφανίζονται σκηνοθέτες που εκφράζουν διαφορετικές σκηνοθετικές σχολές όπως ο Σταύρος Ντουφεξής, ο Γιώργος Χουβαρδάς, ο Θεόδωρος Τερζόπουλος, ο Γιώργος Σεβαστίκογλου, ο Τάκης Μουζενίδης. Η περίοδος Ευαγγελάτου είναι μια ευκαιρία να ξαναγυρίζει το θέατρο στο αρχικό του όραμα για φορέα τέχνης που θα κοινωνεί την έκφρασή του σε όλη τη Βόρεια Ελλάδα. Από το Νοέμβριο του 1977 άρχισε να λειτουργεί το "Θέατρο της Θράκης" με έδρα την Κομοτηνή. Στην αποκεντρωτική αυτή προσπάθεια προστέθηκε ύστερα από μια διετία και το "Θέατρο Ανατολικής Μακεδονίας" με έδρα τις Σέρρες. Οι δύο αυτές σκηνές λειτούργησαν ως το 1984. Επίσης ο Ευαγγελάτος ίδρυσε τη Ποντιακή σκηνή και τη Παιδική σκηνή. Στα επόμενα χρόνια του Κρατικού Θεάτρου επί θητείας του Νίκου Μπακόλα (1980-1983) αλλά και κυρίως του Νίκου Χουρμουζιάδη (1984-1985), καταργήθηκαν τα επιτυχημένα παρατήματα του θεάτρου στη Θράκη και ανατολική Μακεδονία, με απόφαση της Πολιτείας, αφού σχεδιάζονταν η ίδρυση δημοτικών Περιφερειακών θεάτρων και παράλληλα προωθήθηκε σχέδιο ίδρυσης μόνιμης σκηνής όπερας, περιλήφθηκε σκηνή κουκλοθεάτρου, μετονομάστηκε η Νέα σκηνή σε «Υπερώον» και δραστηριοποιήθηκε το «Αέναον Χοροθέατρο».
Τον Ιούνιο του 1986 μεταξύ του Γιάννη Χουβαρδά και του Μίνωα Βολανάκη επιλέγεται ξανά για διευθυντής ο δεύτερος, αλλά η διεύθυνσή του χαρακτηρίστηκε από συγκρούσεις με το Διοικητικό Συμβούλιο και με τους εργαζόμενους του θεάτρου, οδηγώντας τον πρώτο σε εκούσια απομάκρυνσή του από τη διεύθυνση του θεάτρου. Επιπρόσθετα, οι απεργίες των ηθοποιών τον 1988 και η αποχώρηση του Ντάνιελ Ρομελ από το Χοροθέατρο, οδήγησαν το Κ.Θ.Β.Ε. σε μία δύσκολη περίοδο κρίσης και αβεβαιότητας. Βέβαια, η καλλιτεχνική δραστηριότητα του Βολανάκη της δεύτερης περιόδου ξεχώρισε για την επαναλειτουργία του Βασιλικού Θεάτρου ως σκηνή του θεάτρου, την πρόσληψη σημαντικών ηθοποιών όπως ο Γιώργος Κιμούλης, η Ελένη Ράντου ο Στέφανος Κυριακίδης αλλά και σκηνοθετών, όπως ο Ανδρέας Βουτσινάς, η Πέπη Οικονομοπούλου, ο Νίκος Χαραλάμπους.
Την ανατρεπτική κατάσταση που είχε δημιουργηθεί με τις εκατέρωθεν αντιπαραθέσεις, ανέλαβε να ισορροπήσει ο πρόεδρος της Καλλιτεχνικής Επιτροπής Νίκος Χουρμουζιάδης, επιλέγοντας εύστοχο ρεπερτόριο και την υποστήριξη των εργαζομένων. Ο Δημήτρης Μαρωνίτης, ως επόμενος αλλά μάλλον μεταβατικός καλλιτεχνικός διευθυντής του Θεάτρου, αφού παρέμεινε μόνο για έντεκα μήνες σε ένα ευρύτερα μεταβατικό κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον εξαιτίας των γεγονότων του 1989, αντιμετώπισε οικονομικά προβλήματα, σε σημείο υπονόμευσης του καλλιτεχνικού του οράματος. Με τη δεύτερη θητεία του Νίκου Μπακόλα το Κ.Θ.Β.Ε επανήλθε στη σταθερότητα. Έτσι, ένα μεγάλος οικονομικό χρέος εξαλείφθηκε, εφαρμόστηκε πλούσιο ρεπερτόριο κλασικών και σύγχρονων έργων, προωθήθηκε το νεοελληνικό κείμενο, στοιχεία που αύξησαν τον αριθμό των θεατών και βελτίωσαν την άποψη του κοινού για το Θέατρό τους.
Με την εκλογή του Βασίλη Παπαβασιλείου ως καλλιτεχνικό διευθυντή, αλλάζει το νομικό πλαίσιο λειτουργίας των κρατικών σκηνών από Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου σε Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου, που σήμαινε τον τερματισμό του δημόσιου χαρακτήρα των θεάτρων και ο μετασχηματισμός τους σε οργανισμούς που διέπονται από του νόμους της ιδιωτικής αγοράς. Ο Παπαβασιλείου διατέλεσε για 5 χρόνια από το 1994 έως το 1999, διευθυντής και η θητεία του κρίθηκε επαρκής με πλήρη λειτουργία των σκηνών του. Προσπάθησε να στραφεί το θέατρο στην έρευνα, την ανακάλυψη, την αναζήτηση του θεατρικού πνεύματος. Σκηνοθετεί πολλές παραστάσεις, με επιφανέστερες την «Ορέστεια» του Αισχύλου, τον «Αίαντα» του Σοφοκλή, την «Λυσιστράτη» του Αριστοφάνη. Το 1996, εντάσσει το Κ.Θ.Β.Ε. στην Ένωση Ευρωπαϊκών Θεάτρων, ανακατασκευάζει τις σκηνές και χρησιμοποιεί τη σκηνή του «Μύλου» για θεατρικά αναλόγια. Επίσης, καταφέρνει τη δημιουργία θεάτρου στη μονή Λαζαριστών , όπου μεταφέρεται μόνιμα η δραματική σχολή.
Σήμερα Το Κ.Θ.Β.Ε διαθέτει τέσσερις χειμερινές σκηνές και δύο ανοιχτά θερινά θέατρα. Η μόνιμη πλέον έδρα του Κ.Θ.Β.Ε είναι το Βασιλικό Θέατρο στη Πλατεία Λευκού Πύργου, (753 θέσεις). Πρόκειται για μια τεράστια σκηνή πολλαπλών δυνατοτήτων με υποσκήνιο 10 μέτρων, και τεχνική υποδομή για θεατρικές παραστάσεις χορού καθώς και συναυλίες και κινηματογραφικές προβολές, Εκτός του Βασιλικού Θεάτρου οι παραγωγές το Κ.Θ.Β.Ε. στεγάζονται στη Μονή Λαζαριστών-Σκηνή Σωκράτης Καραντινός (621 θέσεις), το Μικρό θέατρο Μονής Λαζαριστών (150 θέσεις) με μετατρεπόμενη πλατεία, το Θέατρο Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών (737 θέσεις), το Θέατρο Γης στο Νταμάρι Τριανδρίας (6000 θέσεις) και το Θέατρο Δάσους στο Δάσος Σέιχ Σου (4000 θέσεις).
Οι επόμενοι καλλιτεχνικοί διευθυντές του Κ.Θ.Β.Ε. ήταν ο Κώστας Τσιάνος το 1998 (5/2-13/7), ο Διαγόρας Χρονόπουλος (1998-2001), ο Βίκτωρ Αρδίττης (2001-2004) και από το 2004 έως και σήμερα ο Νικήτας Τσακίρογλου. Αντιπρόεδρος του Κ.Θ.Β.Ε. σήμερα είναι ο Θεόδωρος Κορρές και μέλη του οργανισμού οι Σπυρίδων Παγιατάκης, Σταυρούλα Αλαβέρα Ανδριαννή Τουντοπούλου, Αικατερίνη Ιμπροχώρη και ο Γιάννης Χρυσούλης.
Η δραστηριότητά του Κ.Θ.Β.Ε. δεν περιορίζεται στις θεατρικές του παραγωγές αλλά επεκτείνεται σε τομείς του πολιτισμού, όπως η εκπαίδευση, η λογοτεχνία και οι εικαστικές τέχνες με τη διοργάνωση εκθέσεων, συνεδρίων, φεστιβάλ, θεατροπαιδαγωγικών προγραμμάτων κ.α. Ως προς τον καλλιτεχνικό του προγραμματισμό, το Κ.Θ.Β.Ε. παρουσιάζει σε ετήσια βάση, ένα πρόγραμμα που συνδυάζει τις εσωτερικές παραγωγές του θεάτρου (συμπεριλαμβανομένων των παραγωγών του Χοροθεάτρου και της Όπερας Θεσσαλονίκης), συμπαραγωγές με άλλους θεατρικούς οργανισμούς, αφιερώματα, ανταλλαγές με μεγάλους θεατρικούς οργανισμούς καθώς και μετακλήσεις παραστάσεων από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Παράλληλα, σε μια προσπάθεια προσέγγισης των παιδιών και των νέων, το Κ.Θ.Β.Ε. δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη λειτουργία της Παιδικής του Σκηνής, με παραστάσεις για σχολεία και εκπαιδευτικούς οργανισμούς καθώς και στην παρουσία του στις σχολικές αίθουσες με την οργάνωση εκπαιδευτικών προγραμμάτων που εξοικειώνουν τους μικρούς μαθητές με τον κόσμο και την τέχνη του θεάτρου.
Τα τελευταία χρόνια, έχει αναπτυχθεί ιδιαίτερα η θεατρολογική έρευνα και η εκδοτική δραστηριότητα του Κ.Θ.Β.Ε. Τα τμήματα Δραματολογίας και Εκδόσεων παρέχουν θεωρητική κάλυψη για τις θεατρικές παραγωγές και επιμελούνται την έκδοση των σχετικών με την εκάστοτε παράσταση εντύπων (αφισών, καρτών, προγραμμάτων).Το 1997 πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 6o φεστιβάλ της Ένωσης των Θεάτρων της Ευρώπης, που υπήρξε ένα κορυφαίο πολιτιστικό γεγονός τόσο για τη Θεσσαλονίκη, όσο και για την Ελλάδα. Είναι ακόμη μέλος του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου και του Ελληνικού Κέντρου Θεάτρου για τα παιδιά και τους νέους.

Δεν υπάρχουν σχόλια: