Μουσείο Θεάτρου Σκιών «Ευγένιος Σπαθάρης»

H δημιουργία του Σπαθάρειου Μουσείου είναι το αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας και επίπονης προσπάθειας του διάσημου καλλιτέχνη Ευγένιου Σπαθάρη και του Δήμου Αμαρουσίου που συνετέλεσαν στην πραγματοποίηση ενός κοινού τους ονείρου: Ο Καραγκιόζης να αποκτήσει ένα μόνιμο στέκι. Το 1991 ιδρύεται επίσημα το Σπαθάρειο Μουσείο θεάτρου Σκιών Δήμου Αμαρουσίου και τον Μάϊο του 1993 διοργανώνεται η πρώτη ημερίδα Ελληνικού θεάτρου Σκιών. Η συστηματική λειτουργία του Σπαθάρειου Μουσείου άρχισε τον Ιανουάριο του 1996 και ο αριθμός αυτών των επισκεπτών μικρών και μεγάλων, που ξεπέρασε τους 15.000, οδήγησε στην απόφαση της επέκτασης του Μουσείου σαν χώρο και της επίσπευσης της διαμόρφωσης του προαύλιου χώρου σε μόνιμο Καραγκιοζοθέατρο. Σκοπός του Σπαθάρειου Μουσείου είναι να διατηρήσει, να προστατεύσει και να προβάλλει αυτό το τόσο σημαντικό μέρος της πολιτιστικής μας κληρονομιάς που εκπροσωπεί το λαϊκό θέατρο και ο ήρωας του: ο ελληνικός Καραγκιόζης.
O Ευγένιος Σπαθάρης, γεννήθηκε στην Κηφισιά, το 1924, μέσα στην τέχνη του πατέρα του, Σωτήρη. Ο Σωτήρης Σπαθάρης γεννήθηκε το 1892 στη Σαντορίνη και μεγάλωσε στο Μεταξουργείο. Δάσκαλός του ήταν ο Θόδωρος Θεοδωρέλλος που υπήρξε ο καλύτερος μαθητής του Μίμαρου. Από το 1909 περιόδευε συστηματικά σε όλη την Ελλάδα παρουσιάζοντας μάλιστα και έργα που είχε δημιουργήσει ο ίδιος εμπνευσμένα από τη σύγχρονη ζωή και την ιστορία του Έθνους. Ο Σωτήρης Σπαθάρης κόμισε καινοτομίες στη τέχνη του θεάτρου σκιών εισάγοντας την λεγόμενη διαφημιστική "ρεκλάμα", χαρακτηριστικό είδος λαϊκής ζωγραφικής που κατόπιν υιοθετήθηκε και από άλλους καραγκιοζοπαίκτες, αλλά και την "αποθέωση", τον έμψυχο, δηλαδή, θεατρικό επίλογο των ηρωικών συνήθως έργων, που ερμηνευόταν με κατεβασμένο τον μπερντέ από τον ίδιο τον καραγκιοζοπαίκτη και τους βοηθούς του. Υπήρξε, τέλος, ένας από τους πρώτους ιδρυτές και ένθερμους υποστηρικτές του Πανελλήνιου Σωματείου Καραγκιοζοπαικτών που σχηματίστηκε το 1924.

ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΣΠΑΘΑΡΗΣ
ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Ο Ευγένιος Σπαθάρης, εκτός από το γεγονός ότι η σύγχρονη γενιά έχει συνδυάσει το όνομα του με το συγκεκριμένο θεατρικό είδος, αφού η φωνή που δίνει στους ήρωές του είναι αναγνωρίσιμη πια σε μικρούς και μεγάλους, αξιολογείται ως τέλειος τεχνίτης και ερμηνευτής αυτής της θεατρικής τέχνης. Αλλά ακόμη και οι ζωγραφιστικές του ικανότητες, που αναδεικνύονται από τους πίνακες και τη τεχνοτροπία των φιγούρων του, παραπέμπουν στα κύρια χαρακτηριστικά της λαϊκής ζωγραφικής που τα δένει μεταξύ τους με πρωτοφανή ρεαλισμό και μεγάλη χρωματική ζωντάνια. Τα ιδιαίτερα στοιχεία της τεχνικής του είναι η σύνθεση σε ένα επίπεδο, μία διάσταση, η συχνή χρήση προφίλ των προσώπων, η απλότητα του σχεδίου και της απεικόνισης, αλλά εκείνο που τον διακρίνει, από άλλους ερμηνευτές του είδους, είναι οι απίθανες πραγματικά αρμονίες παράδοξων τόνων που οδηγούν στην εξαιρετική απόδοση του φυσικού χρώματος της περιγραφής των θεμάτων που επιλέγει. Η θεματολογία των θεατρικών σκηνικών και ενδυμάτων του αναφέρεται στην ελληνική παλιά αθηναϊκή ζωή, σε μοτίβα της ελληνικής επανάστασης του 1821, σε ελληνικά λαϊκά πορτραίτα, σε δημοτικά τραγούδια, στη μυθολογία και το παραμύθι.
Αξιόλογη, όμως, θεωρείται και η δράση του Ευγένιου Σπαθάρη στον τομέα του θεάτρου, όπου σκηνοθέτησε και σκηνογράφησε με τεράστια επιτυχία τον "Μέγα Αλέξανδρο" με το Ελληνικό Χορόδραμα (1950), επίσης τον "Μέγα Αλέξανδρο" συνεργαζόμενος με την Σοφία Βέμπο (1954), "Το ταξίδι" του Γ. Θέμελη (1965), τον "Καραγκιόζη Δικτάτορα" του Γ. Γιαννακόπουλου (1969), "Το μεγάλο μας τσίρκο" του Ι. Καμπανέλλη (1972), τον "Καραγκιόζη παρά λίγο Βεζύρη" του Σκούρτη, "Τα Καραγκιοζέϊκα" του Ρώτα και άλλα. Το 1980 ανεβάζει διασκευασμένους τους «Βατράχους» του Αριστοφάνη που αμέσως κυκλοφόρησε και σε δίσκο. Έχει, ακόμα, ασχοληθεί με την διδασκαλία του θεάτρου σκιών σε διάφορες ομάδες φοιτητών, καθηγητών και νέων καλλιτεχνών. Το 2001, το Θέατρο Τέχνης με επικεφαλής τον σκηνοθέτη Μίμη Κουγιουμτζή ανέβασαν με πρωτοφανή επιτυχία το έργο «Πλούτος» του Αριστοφάνη με πρωταγωνιστή τον Ευγένιο Σπαθάρη. Η παρουσία του στο ιερό θέατρο της Επιδαύρου υπήρξε ο πιο σημαντικός σταθμός της ζωή του. Το 2003 επιστρέφοντας από το εξωτερικό έγραψε και ανέβασε το δεύτερο θεατρικό του έργο «Ε! ρε γλέντια» το οποίο παρουσιάστηκε στην Αθήνα και στην επαρχία με τον Τάκη Βαμβακίδη στο ρόλο του Καραγκιόζη. Εδώ και αρκετά χρόνια έχει αναγνωριστεί διεθνώς το Παγκόσμιο Μουσείο Θεάτρου Σκιών, που δημιούργησε με την πολύτιμη βοήθεια της γυναίκας του από το 1958, στο σπίτι τους στο Μαρούσι.
Από το 1945, χρονιά που ξεκίνησε τις περιοδείες στο εξωτερικό, έχει διακριθεί στα περισσότερα Φεστιβάλ για το εξαιρετικό ταλέντο με το οποίο προβάλλει την τέχνη του. Λαμβάνει μέρος στο Παγκόσμιο Συνέδριο και Φεστιβάλ θεάτρου Σκιών των Βρυξελλών, στο Διεθνές Φεστιβάλ θεάτρου Σκιών Παρισιού, στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ θεάτρου Σκιών και Κούκλας στη Ρώμη, στο Φεστιβάλ Ανατολικών Χωρών της Πολωνίας, στο Φεστιβάλ θεάτρου Σκιών του Ανατολικού Βερολίνου, στο Φεστιβάλ Μεσογειακού θεάτρου της Λυών, Νυρεμβέργης και Μαριγκύ και σε άλλα. Περιοδεύει, δίνοντας παραστάσεις και η έντονη δραστηριότητα του απλώνεται γρήγορα στην Αμερική, στον Καναδά, στην Κούβα, στη Κύπρο, στην Αίγυπτο, στην Αγγλία, στη Γερμανία, στη Δανία, στη Σουηδία, στη Γαλλία, στην Ισπανία. Επίσης δημιουργεί "Σχολή θεάτρου Σκιών στη Δανία", η οποία λειτουργεί μέχρι σήμερα από τους Δανούς μαθητές του. Το 1997 ο Ευγένιος Σπαθάρης πραγματοποιεί σειρά ομιλιών για το Ελληνικό Θέατρο Σκιών και παραστάσεις στα πανεπιστήμια Καίμπριτζ και Οξφόρδης.


ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ

Πολλοί ξένοι μελετητές που έχουν ασχοληθεί με το θέατρο σκιών αποδίδουν την καταγωγή της τεχνικής του Θεάτρου Σκιών στους λαούς της Ανατολής. Τα πιο γνωστά θέατρα σκιών της Νοτιοανατολικής Ασίας είναι εκείνα της Ιάβας, Σιγκαπούρης, Ταϋλάνδης, Μαλαισίας, Καμπότζης, του Μπαλί και του Λάος. Τα πρόσωπα είναι παρμένα από τον κόσμο των θεών, των δαιμόνων του κάτω κόσμου, των πνευμάτων. Αντίθετα, η ιστορία του θεάτρου σκιών της Κίνας εμφανίζεται τον 11ο αιώνα σαν μια διασκέδαση της αγοράς. Οι Τούρκοι της Κεντρικής Ασίας μετέφεραν το θέατρο αυτό όταν εξαπλώθηκαν στην Δυτική Ασία (13ος αι.). Το πρώτο όνομά του ήταν Κογκουρτσάκ ή Καβουρτσάκ ή Κομπαρτσούκ που σημαίνει θέατρο σκιών. Όμως, το ότι η τεχνική του θεάτρου σκιών εμφανίζεται τον 11ο αιώνα σαν μυστηριακό θέατρο, δίνει την αφορμή να το συνδέσουμε με την καταγωγή του μυστηριακού θεάτρου, που ως αρχαιότερα και σημαντικότερα μυστήρια, θεωρούνται τα Ελευσίνια. Η εμφάνιση και η αναβίωση των μυστηριακών θρησκειών στις χώρες τους σχετίζεται με την εξάπλωση σ' αυτές του ελληνιστικού πολιτισμού κατά τους χρόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ

Η γέννηση του πασίγνωστου λαϊκού ήρωα του ελληνικού θεάτρου σκιών και η ιστορία της δημιουργίας του βασίζεται σε προφορικές παραδόσεις από τις οποίες η πιο διαδεδομένη αναφέρεται στον γνωστό θρύλο του Καραγκιόζη και του Χατζηαβάτη που ζούσαν στην Προύσα. Ο Χατζηαβάτης ήταν εργολάβος οικοδομών και είχε αναλάβει να χτίσει το σαράϊ του πασά της Προύσας. Ο πασάς είδε ότι το σαράϊ αργούσε να τελειώσει και φοβέρισε τον Χατζηαβάτη πως θα τον θανατώσει. Ο Χατζηαβάτης φοβήθηκε και φανέρωσε στον πασά ότι φταίχτης ήταν ο Καραγκιόζης που έλεγε αστεία στους μαστόρους και γελούσαν. Έτσι ο πασάς τον θανάτωσε. Μια μέρα ο Χατζηαβάτης έκοψε έναν χάρτινο Καραγκιόζη, τέντωσε ένα πανί που το φώτισε κι έδωσε παράσταση Καραγκιόζη. Μία άλλη εκδοχή του θρύλου για τον Καραγκιόζη, αναφέρεται στην ιστορία ενός Έλληνα από την Ύδρα, του Γ. Μαυρομάτη και τοποθετείται χρονολογικά περίπου τον 18ο αιώνα. Ο Μαυρομάτης, πήγε στην Τουρκία από την Κίνα με το θέατρο σκιών του, μεταφέροντας στην Πόλη, το θέατρό του, προσαρμόζοντάς το στο τρόπο ζωής ήθη των Τούρκων. Έτσι, ονόμασε τον πρωταγωνιστή του Καραγκιόζ, προέκταση στα ελληνικά Καραγκιόζης, που στα τούρκικα σημαίνει μαυρομάτης. Ο Μαυρομάτης πέθανε στην Τουρκία και πληροφορίες αναφέρουν ότι είχε βοηθό του τον Γιάννη Μπράχαλη, τον πρώτο καλλιτέχνη του είδους που έφερε τον Καραγκιόζη στην Ελλάδα

Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Ο Καραγκιόζης δεν ήταν άγνωστος στην Ελλάδα πριν από την Απελευθέρωση του ελληνικού έθνους. Ο ακατάλληλος και χυδαιολογικός χαρακτήρας του, περιόριζε τη καθολικότητα του θεάματος που παιζόταν στην ελληνική γλώσσα αλλά τα βασικά του στοιχεία ήταν τούρκικα. Επρόκειτο άλλωστε για θέατρο που περιόδευε από περιοχή σε περιοχή ξεκινώντας κυρίως από την Πόλη. Ανάμεσα στους καλλιτέχνες που περιόδευαν στον ελληνικό χώρο ήταν και ο Μπάρμπα-Γιάννης Μπράχαλης που, θεωρείται και ο πρώτος που έφερε την τέχνη του Καραγκιόζη στην Ελλάδα, (μεταξύ 1850 και 1860). Από τις αρχές πλέον του 20ου αι. το θέαμα παίζεται μόνιμα στην Ελλάδα και μπορούμε να μιλάμε για καθαρά ελληνικό Καραγκιόζη. Αν και ο εξελληνισμός του ξεκίνησε από την Ήπειρο, κορυφαίος δημιουργός του ήταν ο Πατρινός ψάλτης Δημήτριος Σαρδούνης, γνωστός με το ψευδώνυμο Μίμαρος ο οποίος μετέτρεψε το θέαμα σε ελληνικό οικογενειακό θέατρο, γι' αυτό και θεωρείται ο πρώτος "δάσκαλος" του Καραγκιόζη (1890). Το έργο του συνέχισαν οι τρεις βοηθοί και μαθητές του, Γιάννης Ρούλιας, Μέμος Χριστοδούλου και Θόδωρος Θεοδωρέλλος
Η εξέλιξη και ανάπτυξη των υπόλοιπων καλλιτεχνικών ειδών και κυρίως η εισβολή του έγχρωμου κινηματογράφου, ο Καραγκιόζης και η τέχνη του έτεινε να εκλείψει, καθιστώντας τον Ευγένιο Σπαθάρη ως τον καλύτερο εκφραστή αλλά και τον κυριότερο συνεχιστή και υποστηρικτή του κλασικού και αρχέτυπου πλέον αυτού λαϊκού θεάματος. Σήμερα, ο Καραγκιόζης έχει κατακτήσει ξεχωριστή θέση στη μελέτη και έρευνα της ακαδημαϊκής κοινότητας ως ανεξάρτητο και σημαντικότατο θεατρικό είδος του ελληνικού λαϊκού θεάτρου, και αποτελεί κεντρική παρακαταθήκη της θεατρικής μας παράδοσης. Επιπλέον όμως, υποστηρίζεται ως καλλιτεχνικό προϊόν, αφού και η παραγωγή του και η παρουσίαση του, βρίσκει καινούργιους οπαδούς τόσο στο μικρό όσο και στο μεγαλύτερο ελληνικό, και όχι μόνο, κοινό.


ΟΙ ΦΙΓΟΥΡΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΙ ΤΟΥΣ (ας μπουν ξεχωριστά δίπλα στις φωτογραφίες τους)

Ο Καραγκιόζης: Είναι ο ιδανικός τύπος του φτωχού Έλληνα, του τόσο φτωχού που έχει πια απαρνηθεί κάθε ιδιωτική φροντίδα κι έχει εξυψωθεί σε εύθυμη φιλοσοφική θεώρηση της ζωής. Είναι αγαθός, καμιά φορά κάνει σκληρά αστεία του, αλλά καλόκαρδος στο βάθος. Γεμάτος τεμπελιά και αισιοδοξία, αλλά και γεμάτος διάθεση ν' ανακατεύεται σε όλα. Τον ενδιαφέρει κάθε τι που γίνεται γύρω του, όλους τους πειράζει και τους κοροϊδεύει και προ πάντων τον ίδιο τον εαυτό του. Το χέρι του είναι εξαιρετικά ευκίνητο και υπερβολικά μακρύ, για σκηνικούς λόγους, για να μπορεί να ξύνει την πλάτη του και το κεφάλι του ή για να χειρονομεί. Επίσης έχει συμβολική σημασία γιατί εκπροσωπεί το έξυπνο πνεύμα του. Καρπαζώνει προθυμότατα, δέρνει αλλά και δέρνεται. Είναι ευφυολόγος, ετοιμόλογος και αστείος, ποτέ όμως γελοίος. Δεν είναι ταπεινός, ούτε όταν δέρνεται. Το δέχεται κι αυτό σαν μια κακοτυχία του και σαν συνέπεια της κακοκεφαλιάς του, με την ίδια εύθυμη εγκαρτέρηση και το ίδιο ειρωνικό του κέφι.
Ο Χατζηαβάτης: Ο τύπος του ραγιά που ζει ακόμα με την ανάμνηση της τουρκοκρατίας. Παμπόνηρος, ανήσυχος για όλα, αδύνατος, δειλός, κόλακας και γαλίφος, κυρίως απέναντι στους ισχυρούς. Προσποιείται τον μισοκακόμοιρο ενώ ο νους του δουλεύει και ειδικά στις βρωμοδουλειές. Από την άλλη πλευρά, εκπροσωπεί τον τύπο του βιοπαλαιστή αστού. Το επάγγελμά του είναι τελάλης, μεσίτης και ταχυδρόμος που εκτελεί παραγγελίες του μπέη και του πασά. Ωστόσο είναι ευγενικός, αξιοπρεπής και αξιόπιστος. Οικογενειάρχης, αν και δεν παρουσιάζεται αυτό ποτέ στη σκηνή, είναι πιο μορφωμένος κοινωνικά από τον Καραγκιόζη και γνωρίζοντας καλύτερα τον κόσμο προσπαθεί πάντα να διορθώνει τον φίλο του ή να τον δασκαλεύει.
Ο Διονύσιος: Σατυρίζει τον τύπο του ξεπεσμένου αριστοκράτη από την Ζάκυνθο ή απλά του φαντασιόπληκτου ζακυνθινού που πιστεύει πως κατάγεται από αρχοντική και πλούσια οικογένεια. Είναι όμως αξιοπρεπής, πολιτισμένος, αγαθός, ομιλητικός και εξαιρετικά γρήγορος στην ομιλία του όπως και οι συντοπίτες του. Ειναι καλοντυμένος, φορά ψηλό καπέλο και παρασύρεται εύκολα στις κατεργαριές του φίλου του, Καραγκιόζη.
Εβραίος: Το όνομά του είναι Σολομών ή Σολωμός, όπως τον αποκαλεί ο Καραγκιόζης. Είναι χαρακτήρας εμπόρου της πόλης και συγκεκριμένα της Θεσσαλονίκης, αρκετά πλούσιος, πολύ τσιγγούνης, πονηρός και δειλός. Σαν φιγούρα είναι πολύ ευχάριστη γιατί είναι δεμένος σε δυο μεριές και όταν χορεύει κουνιέται η μέση και το κεφάλι του σαν να είναι "ξεβιδωμένος", με αποτέλεσμα να γελάνε οι θεατές. Ο Μορφονιός: Ονομάζεται Ζαχαρίας, είναι νάνος με πελώριο κεφάλι και μακριά μύτη γι'αυτό μιλάει και μ'αυτή. Είναι καλοαναθρεμμένος και πολύ λιγόψυχος, έτσι, όταν τον φοβερίζει ο Καραγκιόζης λιποθυμάει.
Μπαρμπα - Γιώργος: Εκπροσωπεί τον βουνίσιο έλληνα, τον γνήσιο ρουμελιώτη που ο χαρακτήρας του παρέμεινε αδιάφθορος μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Είναι τύπος αγαθός, ηθικός και δυνατός. Καμαρώνει που είναι θείος του Καραγκιόζη και γι'αυτό του προσφέρει στοργικά την προστασία του.
Ο Μπέης: Αντιπροσωπεύει τον εύπορο αστό και γενικά τον άνθρωπο της ανώτερης κοινωνικής τάξης. Είναι καλός οικογενειάρχης, ηθικός και συνήθως δίνει παραγγελίες στον Χατζηαβάτη για διάφορες υποθέσεις του, χρησιμοποιώντας τον σαν τελάλη ή μεσίτη και ξεκινώντας μ'αυτόν τον τρόπο την πλοκή της υπόθεσης.
Ο Σταύρακας: Ντυμένος κουτσαβάκικα, ο Σταύρακας, έχει θεωρία παλληκαρά αλλά συνέχεια τρώει ξύλο. Είναι ψεύτης, καυχησιάρης και ονομάζεται Σταυράκης Τζίμης από τον Περαία.
Ο Πασάς: Είναι ο εκπρόσωπος της τούρκικης εξουσίας και την επισημότητά του την εκδηλώνει με το σοβαρό, αυστηρό ύφος του και με τον στόμφο της ομιλίας του. Είναι επιβλητικός, με πλούσιο ντύσιμο και δεν τραγουδάει ποτέ όπως τα άλλα πρόσωπα του θιάσου επειδή θεωρείται αξιοσέβαστος.
Ο Βεληγκέκας: Αντιπροσωπεύει την εκτελεστική εξουσία της δημόσιας τάξης. Είναι τουρκαλβανός στην καταγωγή, κουτός, απολίτιστος, λιγόλογος και μιλά άσχημα τα ελληνικά με ανάμικτες αρβανίτικες και τούρκικες εκφράσεις.
Αγλαΐα: H γυναίκα του Καραγκιόζη. Εκπροσωπεί τον χαρακτήρα της φτωχής Ελληνίδας νοικοκυράς που προσπαθεί να βοηθήσει την οικογένειά της δουλεύοντας σε ευκατάστατες οικογένειες
Βεζυροπούλα: Είναι η κόρη του Πασά. Καλομαθημένη, και δείχνει να σέβεται τον πατέρα της, ωστόσο, καταφέρνει πάντα να πετυχαίνει αυτό που επιδιώκει

Δεν υπάρχουν σχόλια: