Θέατρο Τέχνης Κάρολου Κουν: ένα επαναστατικό θέατρο

“Δέ κάνουμε Θέατρο για το Θέατρο. Δέ κάνουμε Θέατρο για να ζήσουμε. Κάνουμε Θέατρο για να πλουτίσουμε τους εαυτούς μας, το κοινό που μας παρακολουθεί κι όλοι μαζί να βοηθήσουμε να δημιουργηθεί ένας πλατύς, ψυχικά πλούσιος και ακέραιος πολιτισμός στον τόπο μας.”
Κάρολος Κουν


Το Θέατρο Τέχνης Κάρολου Κουν είναι ένας από τους σημαντικότερους πολιτιστικούς οργανισμούς της σύγχρονης ελληνικής πολιτιστικής ιστορίας. Η συμβολή στο χώρο της ελληνικής, και όχι μόνο, τέχνης είναι καταλυτική, αφού εξέθρεψε στους κόλπους του τις σημαντικότερες προσωπικότητες.όπως είναι οι Ελύτης, Γκάτσος, Χατζιδάκις, Τσαρούχης, Βολανάκης, Σεβαστίκογλου, Στεφανέλλης, Μόραλης, Νικολούδη, Πλωρίτης, Βακαλό, Χρήστου, Μάτεσις, Σκαλιώρας, Χαρατσίδης, Θ. Αντωνίου, Λεοντής, Φωτόπουλος και ένα πλήθος άλλοι λογοτέχνες, μεταφραστές, μουσικοί, εικαστικοί, χορογράφοι. Σήμερα θεωρείται προνόμιο και τιμή για ένα καλλιτέχνη να λέει ότι προέρχεται από το θέατρο Τέχνης, ίση, πολλοί ισχυρίζονται, και μεγαλύτερη από αυτή που εκπέμπει το Εθνικό Θέατρο της Ελλάδος. Είναι εξάλλου γνωστή η αντιπαράθεση ύφους, νοοτροπίας, συμπεριφοράς και αισθητικής που υπήρξε μεταξύ αυτών των δύο κολλοσιαίων προς την αξία τους καλλιτεχνικών θεσμών. είναι ένα θέατρο συνόλου, κοινής θεατρικής παιδείας, κοινών καλλιτεχνικών επιδιώξεων.
Πρόκειται για ένα θέατρο που υπήρξε κάτι περισσότερο από πρωτοπορία για περισσότερο από 30-40 χρόνια και μια από τις σημαντικότερες εκφάνσεις της ελληνικής τέχνης γενικότερα κατά τον 20ό αιώνα. Ο μεγάλος ιστορικός του θεάτρου Γιάννς Σιδέρης έλεγε ότι το Τέχνης δεν είναι μόνο ο Κουν, οι μαθητές του και οι παραστάσεις τους αλλά μαζί το ίδιο το κτίσμα και την πλατεία του, το αμφιθέατρό του, το κοινό του, οι φίλοι του και οι πιστοί του, οι θεατές του, όλοι μαζί, σ' ένα σύνολο.
Ο Κουν αρχικά δίδασκε αγγλικά στο Κολλέγιο Αθηνών. Γεννημένος το 1908 στην Προύσα από εύπορη οικογένεια εμπόρων, αναγκάστηκε να καταφύγει στην Ελλάδα το 1929, ύστερα από σύντομες σπουδές αισθητικής στο Παρίσι. Στο Κολλέγιο Αθηνών εξέφρασε και τις πρώτες του θεατρικές ανησυχίες με παραστάσεις έργων Αυτό που από την αρχή τον απασχολούσε ήταν ο τρόπος, η φόρμα που θα ανεβάσει τις παραστάσεις όχι μόνο των ελληνικών αλλά και των ξένων έργων στο ελληνικό κοινό. Και πάνω σε αυτή τη γραμμή άρχισε ο Κουν να τοποθετεί τις σκηνοθεσίες του χρησιμοποιώντας ως βασική πηγή έμπνευσης και δουλειάς την ελληνική παράδοση. Tο 1933 ιδρύει τη «Λαϊκή Σκηνή» μαζί με τον δημοσιογράφο και πρώην ηθοποιό Διονύσιο Δεβάρη, και τον Γιάννη Τσαρούχη. Ύστερα από τρία μόνο χρόνια δραστηριότητας, το καλοκαίρι του 1936 ανακόπτεται η λειτουργία της. Ο Κουν έρχεται σε επαφή με τις θέσεις και τη διδασκαλία του μεγάλου σκηνοθέτη Κονσταντίν Στανισλάβσκι. Μία διδασκαλία που θα τον επηρεάσει πολύ στον δικό του τρόπο προσέγγισης της ελληνικής παράδοσης, μές από ένα λαϊκό εξπρεσιονισμό. Εν τω μεταξύ ο Κουν συνεργάζεται με το ελεύθερο θέατρο, και σκηνοθετεί τις μεγάλες ηθοποιούς τις εποχής όπως την Κατερίνα και τη Μαρίκα Κοτοπούλη. Η δημιουργία του Θεάτρου Τέχνης έρχεται όμως σαν απάντηση στο εμπορικό θέατρο του μπουλβάρ και της γαλλικής φάρσας. Ιδρυτικά μέλη του θέατρου, αποτέλεσαν κορυφαία ονόματα της καλλιτεχνικής ζωής που έχουν σημαδέψει για πάντα την πολιστιτική εξέλιξη της χώρας μας, ονόματα όπως ο Μάνος Χατζιδάκις, η Δώρα Στράτου, ο Γιώργος Σεβαστίκογλου, ο Μάριος Πλωρίτης και άλλοι. Στις 7 Οκτωβρίου 1942, με την «Αγριόπαπια» του Ίψεν στο τότε θέατρο Αλίκη, σήμερα «Μουσούρη» της πλατείας Καρύτση εγκαινιάζεται το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν. Την ίδια χρονιά βγήκε από τη δραματική σχολή του θεάτρου η πρώτη της γενιά ηθοποιών: Βασίλης Διαμαντόπουλος, Ελένη Χατζηαργύρη, Αλέκα Κατσέλη, Καίτη Λαμπροπούλου, Νίκος Βασταρδής, Γιάννης Αλεξάκης.
Για τον Κουν το Θέατρο Τέχνης ήταν ένας πυρήνας καλλιτεχνικής έκφρασης που επεδίωκε αυτό που μέχρι τότε θεωρούνταν δυσεύρετο: την αληθινή συγκίνηση που θα προέλθει από την ανάκληση του πραγματικού βιώματος. Σκοπός του θεάτρου να δημιουργήσει εγρήγορση στους θεατές του που με τη σειρά της θα οδηγήσει σε μια συμμετοχική δαδικασία της θεατρικής πράξης. Από την άλλη το θεάτρο Τέχνης επιδίωξε να τονίσει τον λαϊκό χαρακτήρα της τέχνης, αλλά και να προβάλλει το οικείο, το γνωστό, το γηγενές, το ελληνικό στοιχείο, που δεν έχει αφομοιωθεί από τις ξένες επιρροές και επιδράσεις. Όχι σε επίπεδο δραματουργίας, επιλογής δηλαδη κειμένων που θα παρουσιαστούν στο κοινό, αφού ο Κουν εισήγαγε ένα πλήρες και ολοκληρωμένο ρεπερτόριο άγνωστων στο μεταπολεμικό ελληνικό θεατρικό κοινό, αλλά όσον αφορά στη δημιουργική καλλιτεχνική σκέψη. Στο Θέατρο Τέχνης πρωτοπαρουσιάστηκαν στο ελληνικό κοινό ο Ουίλιαμς, ο Μίλλερ, ο Λόρκα, ο Μπρεχτ, ο Αραμπάλ, ο Μπέκετ, ο Γκομπρόβιτς, ο Ζενέ, ο Φο, ο Μποντ, ο Μπότο Στράους, και άλλοι.
Αυτή η τάση προς την επανακάλυψη της ελληνικότητας στο θέατρο επεκτάθηκε όχι μόνο στη σκηνοθεσία, την υποκριτική, τη μουσική και τη σκηνογραφία που παρουσίαζαν οι συντελεστές και συνεργάτες του Θέατρου Τέχνης αλλά και στη δραματογραφία. Ο Κουν εξάλλου πάντα πίστευε ότι αν δεν υπάρχει ελληνικό έργο δεν υπάρχει και ελληνικό θέατρο, οπότε προς αυτή τη κατεύθυνση κινήθηκε. Ο «λαϊκός εξπρεσιονισμός» του, η καθαρή λαϊκότητα και η έντονη ελληνικότητα των παραστάσεών του, εκφράστηκε κυρίως στην αρχαία κωμωδία, κατεξοχήν χώρος λαϊκότητας και θυμοσοφίας. Αργότερα, και για τους ξένους ιδίως συγγραφείς, προσέγγιζε τα κείμενα με έναν «ποιητικό ρεαλισμό», που χαρακτήρισε έντονα πολλές παραστάσεις του. .
Το Θέατρο Τέχνης γεννήθηκε μέσα στην Κατοχή με ηθοποιούς και ταυτόχρονα μαθητές της δραματικής σχολής που ιδρύεται μαζί με τον θίασο, παιδιά λαϊκά, φτωχά και αυθεντικά. Έτσι το Θέατρο Τέχνης στηρίζεται οικονομικά κατά κύριο λόγο από φίλους, χρηματοδότες και συνδρομητές. Όμως το 1945, στο τέλος του πολέμου το Τέχνης αναστέλλει τη λειτουργία του. Ένα χρόνο μετά επιστρέφει στη βάση του, στο θέατρο «Αλίκη». Το 1950 το θέατρο διαλύεται ακόμα μια φορά από τον ίδιο τον Κουν, όχι μόνο για οικονομικούς λόγους αλλά και για καλλιτεχνικούς. Ο ίδιος σκηνοθετεί στο Εθνικό Θέατρο, για τέσσερα χρόνια, ανεβάζοντας σημαντικά έργα όπως τις «Τρεις Αδερφές» του Τσέχωφ. Από το 1954 ξεκινά η δεύτερη φάση του Θεάτρου Τέχνης, όταν ο Κουν ανεβάσει νέους έλληνες συγγραφείς και νέα έργα. Ο Κουν παρουσιάζει την «Αυλή των θαυμάτων» του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Ο Καμπανέλλης με την «Αυλή» κατάφερε να στήσει πάνω στη σκηνή μια ολόκληρη Ελλάδα της αρχής του 20 ου αι. με τα αληθινά προβλήματά της. Ήταν ο Κουν και ο Καμπανέλλης που έδοσαν το έναυσμα για την ανάπτυξη της ελληνικής μεταπολεμικής γραφής, εμπνέοντας νέους ανθρώπους να καταπιαστούν με αυτήν. Από τότε μέχρι σήμερα στη Σκηνή του Θεάτρου Τέχνης πρωτοπαρουσιάστηκαν πολλοί νέοι Έλληνες συγγραφείς όπως: Γ.Σεβαστίκογλου, Α.Σολομός, Δ.Κεχαΐδης, Λ.Αναγνωστάκη, Γ.Σκούρτης, Μ.Ευθυμιάδης, Γ.Αρμένης, Ε.Χαβιαρά, Μ.Λαϊνά.
Ο Κουν έχοντας πετύχει και πρωτοτυπήσει στη σκηνοθετική προσέγγιση ευρωπαϊκού και νεοελληνικού ρεπερτορίου, αποτολμά να παρουσιάσει μια νέα οπτική γύρω από το αρχαίο δράμα. Από το 1957 το Θέατρο Τέχνης καταπιάνεται με την αρχαία τραγωδία και κωμωδία, δίνοντας έξοχες παραστάσεις των έργων: "Πλούτος", "Όρνιθες", "Πέρσες", "Βάτραχοι", "Λυσιστράτη", "Οιδίπους Τύραννος", "Αχαρνής", "Επτά επί Θήβας", "Βάκχες", "Ειρήνη", "Τρωαδίτισσες", "Ιππής", "Ορέστεια", "Σφήκες", "Προμηθέας Δεσμώτης", "Ηλέκτρα", "Θεσμοφοριάζουσες", "Αγαμέμνων", "Φιλοκτήτης", "Ιφιγένεια εν Αυλίδι", "Νεφέλες". Τα πιο διάσημα φεστιβάλ του κόσμου βράβευσαν, τίμησαν την προσφορά του Θεάτρου Τέχνης, που έχει στο ενεργητικό του τέσσερις αλησμόνητες συμμετοχές στο "Θέατρο των Εθνών" με "Όρνιθες" το 1962 (α' βραβείο), με "Πέρσες" το 1965, με "Ειρήνη" και "Οιδίποδα Τύραννο" το 1979, με "Αχαρνής" το 1982, καθώς και συμμετοχή στα μεγάλα διεθνή φεστιβάλ της Ζυρίχης, του Ισραήλ, της Βενετίας, της Βιένης, του Βελιγραδίου, της Φλάνδρας, της Βαρσοβίας, της Φλωρεντίας, του Αμβούργου, του Βερολίνου, της Βόννης, του Αμστερνταμ, της Στουτγάρδης, της Στοκχόλμης, του Όσλο, του Ελσίνκι, των Βρυξελλών (Ευρωπάλια '82), της Κωνσταντινούπολης ('88), της Μέριδα ('84, '90). Παράλληλα με την ίδρυση του θεάτρου, ο Κάρολος Κουν προχώρησε και στην ίδρυση της Δραματικής Σχολής του, η οποία λειτουργεί χωρίς διακοπή μέχρι σήμερα, προσφέροντας άξια στελέχη. Ανάμεσα στους ηθοποιούς που έκτοτε σφράγισαν το ελληνικό θέατρο, ήταν οι Έλλη Λαμπέτη, Μελίνα Μερκούρη, Βάσω Μεταξά, Γιάννης Γκιωνάκης, Λυκούργος Καλλέργης, Παντελής Ζερβός, Σταύρος Ξενίδης, Μίμης Φωτόπουλος, Δημήτρης Χατζημάρκος κ.ά. Σήμερα διευθυντής σπουδών είναι ο Διαγόρας Χρονόπουλος. Οι σπουδαστές επιλέγονται με εισαγωγικές εξετάσεις από επιτροπή καθηγητών της σχολής. Η φοίτηση διαρκεί τρία έτη, κατά τα οποία οι σπουδαστές διδάσκονται υποκριτική, αυτοσχεδιασμό, ορθοφωνία, τραγούδι, χορό, σκηνογραφία, ιστορία αρχαίου και σύγχρονου δράματος κ.α. Στη σχολή διδάσκουν γνωστοί ηθοποιοί, μεταφραστές και σκηνοθέτες όπως οι Κατια Γερου- Θοδωρος Γραμψας- Μαριαννα Καλμπαρη, Ευα Κοταμανιδου - Πεπη Οικονομοπουλου - Διαγορας Χρονοπουλος, οι Δημητρης Δεγαϊτης - Κωστης Καπελωνης, οι Ερρικος Μπελιες, Θοδωρης Οικονομου - Μαρινα Χρονοπουλου
Ο Κουν δε θα μπορούσε να βρει καλύτερη ευκαιρία να εφαρμόσει τις απόψεις του για το «λαϊκό εξπρεσιονισμό» από την αττική κωμωδία. Η μεγάλη έκρηξη όμως ήρθε το 1959, με την ιστορική πια παράσταση των «Ορνίθων», που ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων όταν πρωτοπαρουσιάστηκε στο Ηρώδειο στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Οι επικαιρικές αναφορές του Κουν με αποκορύφωμα την εμφάνιση ενός ορθόδοξου ιερέα επί σκηνής προκάλεσε σάλο στους θεατές. Οι «Πέρσες» του Αισχύλου, το μόνο ιστορικό δράμα, αποτελεί για τον Κουν ένα σχόλιο πάνω στο σύγχρονο ιμπεριαλισμό και τη νίκη της δημοκρατίας.
Το 1985 η πολιτεία, θέλοντας να τιμήσει τον Κάρολο Κουν, βοήθησε στη δημιουργία μιας δεύτερης μόνιμης σκηνής 240 θέσεων, υπό την επωνυμία Θέατρο Τέχνης-Κάρολος Κουν, στην οδό Φρυνίχου στην Πλάκα. Ο Κάρολος Κουν απεβίωσε στις 14 Φεβρουαρίου 1987. Την πορεία του Θεάτρου Τέχνης συνέχισαν οι δύο εκ των κληρονόμων του, Γ. Λαζάνης και Μ. Κουγιουμτζής, που υπήρξαν τα βασικά στελέχη του και έχουν την καλλιτεχνική διεύθυνση των δύο σκηνών. Μετά το θάνατο του Κουν το θέατρο Τέχνης είχε καθοδική πορεία. Οι σκηνοθεσίες ανήκαν αποκλειστικά στους Λαζάνη και Κουγιουμτζή, και σιγά σιγά τα στελέχη του θιάσου έφυγαν ή αναγκάστηκαν από τις συνθήκες να απομακρυνθούν (Ρένη Πιττακή, Γιάννης Καρατζογιάννης, Περικλής Καρακωνσταντόγλου, Γιάννης Δεγαΐτης, κ.α).
Το σταθερό κοινό των παραστάσεων του Κουν, άρχισει να απομακρύνεται και ταυτόχρονα να ανακαλύπτει νέους θεατρικούς οργανισμούς που σταδιοδρομούσαν στον δρόμο που χάραξε η αισθητική του Τέχνης. Το θέατρο Τέχνης προσπάθησε να διατηρήσει την αίγλη του μέσα από αναβιώσεις παλιότερων παραστάσεων, από φιλότιμες σκηνοθετικές δουλειές των μαθητών του μεγάλου δασκάλου, την ανάκληση παλιών ηθοποιών του θεάτρου, χωρίς όμως να καταφέρει να ξεπεράσει ποτέ το μεγάλο κενό που άφησε ο ιδρυτής του. Παράλληλα τα δισεπύλητα προβλήματα διαχείρισης και τα οικονομικά χρέη του θεάτρου, σε συνδυασμό με την απώλεια των δύο πιστών μαθητών του Κάρολου Κουν, Μίμη Κουγιουμτζή και Γιώργου Λαζάνη δημιούργησαν ένα κλίμα παρακμής στον ιστορικό αυτό θέατρο. Σήμερα, σαν τελική λύση και ύστατη π[ροσπα΄θει ανανέωσης αποτροπ΄’ης του ενδεχόμενου να πα΄ψει την λειτουργία του, το Υέχνης κάλεσε τον σκηνοθέτη Διαγόρα Χρονόπουλο, «παιδί» κι αυτός του θεάτρου, να αναλάβει τη διεύθυνσή του.
Μπορεί το Θέατρο Τέχνης να ψυχορραγεί καλλιτεχνικά και όχι μόνο, αλλά σίγουρα, κατάφερε να σπείρει τον σπόρο της δημιουργικότητας και ανατροπής στην τέχνη, μια και βλέπουμε ότι τόσα χρόνια μετά ακόμη οι μαθητές του και οι συνεχιστές του έργου του, προσπαθούν να αποδείξουν μέσα από τις δικές τους προσπάθειες τις καταβολές και την ιστορική συνέχεια τους με το αδιαμφισβήτητα, σημαντικότερο ελληνικό θέατρο του 20 αι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: