Εθνικό Θέατρο: ιστορία, παραγωγή και πρόσωπα

Κάθε χώρα που διεκδικεί με αξιώσεις την ανάδειξη της πολιτιστικής της δραστηριότητας, προκειμένου να αποτυπώσει την ταυτότητά της και να αποκρυσταλλώσει τον χαρακτήρα της, οφείλει να συγκεντρώνει τη δυναμική της σε ένα οργανισμό που θα την εκπροσωπεί. Η έννοια της εθνικής πολιτιστικής προβολής εξυπηρετεί τόσο διεθνείς όσο και εσωτερικούς σκοπούς, μέσα από φορείς που είναι ικανοί να αποτελούν την αιχμή μίας τέτοιας προσπάθειας. Στο θέατρο για αυτόν τον ρόλο, ιδρύθηκε το Εθνικό θέατρο της Ελλάδας.
Η ιστορία του Εθνικού Θεάτρου μας είναι μεγάλη και άμεσα συνδεδεμένη με τις κοινωνικοιστορικές συνθήκες που καθόρισαν την πορεία της τέχνης στο ελληνικό κράτος
Το Εθνικό Θέατρο ως πρώτο κρατικό θέατρο, εγκαινιάστηκε το 1901 και πρωτολειτούργησε ως Βασιλικό Θέατρο. Το 1908 έκλεισε «επ΄αόριστον» και από το 1930, χάρη στον τότε υπουργό Παιδείας Γεώργιο Παπανδρέου λειτουργεί με τη σημερινή μορφή, ως οργανισμός μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα.
Στόχοι του Εθνικού Θεάτρου
Το καταστατικό του Εθνικού Θεάτρου, εκτός της διακήρυξης ιδρύσεώς του, ορίζει τους σκοπούς που πρέπει να θέτει και να υπηρετεί. Έτσι, ένας πανελλήνιος θεατρικός οργανισμός που εκπροσωπεί ολόκληρο τον ελληνικό πολιτισμό σχετικά με το θέατρο, οφείλει να σηκώσει στις πλάτες του, την τεράστια παράδοση της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και δη αυτή της δραματικής ποίησης. Κύριος λοιπόν στόχος του είναι η προάσπιση της θεατρικής τέχνης, διαφυλάττοντας έτσι την εθνική πολιτιστική ταυτότητα, μέσα από την «μελέτη, την έρευνα, και την η σκηνική διδασκαλία και διάδοση στην Ελλάδα και στο εξωτερικό του αρχαίου δράματος». Η γεφύρωση όμως της αρχαίας παράδοσης με τις επόμενες περιόδους ακμής της ελληνικού θεάτρου, και ειδικά αυτής που σήμερα ονομάζουμε νεοελληνικό θέατρο, τη δραματουργία δηλαδή που αναπτύχθηκε ουσιαστικά από τη σύσταση του Ελληνικού κράτους, μεταεπαναστατικά, αποτελεί επίσης πρωταρχική ανάγκη για το Εθνικό θέατρο, μέσα από τη «σκηνική διδασκαλία, προώθηση και ανάπτυξη της ελληνικής και κυρίως της νεοελληνικής δραματουργίας».
Επιπλέον το Εθνικό Θέατρο, καθίσταται αγωγός επικοινωνίας της ξένης, κλασικής δραματουργίας προς το ελληνικό κοινό αλλά και υπεύθυνο για τη γνωριμία και τη μύηση του κοινού της, με τις νέες μορφές θεάτρου και σκηνικής πειραματικής έκφρασης. Παράλληλα «η προώθηση διεθνών θεατρικών ανταλλαγών και της παγκόσμιας θεατρικής συνεργασίας, κυρίως στο χώρο της Ευρώπης και των χωρών όπου δραστηριοποιείται ο απόδημος Ελληνισμός», θέτει τη ανάγκη μιας συνεχούς δραστηριοποίησης εκ μέρους του κρατικού φορέα, ώστε να δημιουργηθεί μια συνεκτική σχέση με τη παγκόσμια καλλιτεχνικά δρώμενα. Τέλος, αξιοσημείωτη είναι η ευαισθητοποίηση του Εθνικού Θεάτρου για τη θεατρική παιδεία των νέων, μέσα από πραγματοποίηση παραστάσεων για παιδιά και νέους αλλά και η προσπάθεια του να προωθεί το θεατρικό δυναμικό της χώρας, φιλοξενώντας στις σκηνές του, έργα νέων θεατρικών συγγραφέων, και δίνοντας την ευκαιρία σε νέους σκηνοθέτες, σκηνογράφους, μεταφραστές, ηθοποιούς και γενικά συντελεστές της θεατρικής πράξης να αποδείξουν τις καλλιτεχνική τους αξία. Αλλά κυρίως η παροχή θεατρικής εκπαίδευσης με τη δημιουργία Δραματικής Σχολής ενισχύει τον εκπαιδευτικό ρόλο του κρατικού θεάτρου. Η τελευταία, που σήμερα στεγάζεται στην οδό Πειραιώς, θεωρείται η σημαντικότερη δραματική σχολή της Ελλάδας, από τους κόλπους της οποίας έχουν αποφοιτήσει και σταδιοδρομήσει ιστορικοί πλέον ηθοποιοί αλλά και έχει επανδρωθεί από δασκάλους που αποτελούν και πρωτεργάτες της ελληνικής θεατρικής ιστορίας εν γένει.

Διοίκηση και Καλλιτεχνικός Διευθυντής

Το Εθνικό Θέατρο διοικείται από Επταμελές Διοικητικό Συμβούλιο και από τον Καλλιτεχνικό Διευθυντή του. Το Διοικητικό Συμβούλιο αποτελείται από Πρόεδρο, Αντιπρόεδρο και πέντε Συμβούλους, που διορίζονται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού. Η συνολική εικόνα που εκπέμπει το Εθνικό θέατρο στην Ελλάδα και το εξωτερικό, χρεώνεται στον επικεφαλής και υπεύθυνο του θεάτρου, τον Καλλιτεχνικό Διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου από το 1994, Νίκο Κούρκουλο. Η πορεία του καταξιωμένου ηθοποιού στο χώρο της θεατρικής αλλά και κινηματογραφικής τέχνης είναι σίγουρα μακρά, αφού έχει δοκιμαστεί με επιτυχία σε δύσκολους ρόλους αρχαίου ελληνικού δράματος (Μήδεια (1959), Ορέστη (1971) του Ευριπίδη, Οιδίποδα Τύραννο (1982) και Φιλοκτήτη (1991) του Σοφοκλή) και έχει υποδυθεί σημαντικούς ρόλους του παγκόσμιου δραματολογίου, (Η μικρή μας πόλη, (Θόρντον Ουάιλντερ), Ιούλιος Καίσαρ (Σαίξπηρ), Να ντύσουμε τους γυμνούς (Λουίτζι Πιραντέλλο), Λούλου (Φρανκ Βέντεκιντ), Ο Γλάρος, (Άντον Τσέχωφ), Επιστροφή (Χάρολντ Πίντερ), Ψηλά από τη Γέφυρα (Άρθουρ Μίλλερ), Στην Φωλιά του Κούκου (Νταίηλ Βάσερμαν), Όπερα της Πεντάρας, (Μπέρτολτ Μπρεχτ) και Ποτέ την Κυριακή (σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασσέν με τη Μελίνα Μερκούρη) Στον κινηματογράφο έχει πρωταγωνιστήσει σε περισσότερες από 30 κινηματογραφικές ταινίες και μάλιστα έχει τιμήθηκε δύο φορές με το Α΄ Βραβείο Ερμηνείας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και υπήρξε υποψήφιος για το Tony Award στη «Ποτέ την Κυριακή».

Το Βασιλικό Θέατρο: 1901-1908

Το κτίριο που βρίσκεται σήμερα στην Αθήνα, στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου, και θα παραμείνει κλειστό μέχρι μάλλον το 2008, λόγω ανακαίνισης, ξεκίνησε να ανεγείρεται από το 1891, όταν το 1880 ο τότε Βασιλέας Γεώργιος Α΄, έλαβε δωρεά αξίας 10.000 αγγλικών λιρών από τον ομογενή Ευστράτιο Ράλλη. Η πρώτη Εθνική Σκηνή, χτίστηκε με βάση τα σχέδια του γνωστού Αυστριακού αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλλερ. Πρώτος Διευθυντής του Βασιλικού Θεάτρου διορίστηκε ο Άγγελος Βλάχος με σκηνοθέτη τον Θωμά Οικονόμου και Κοσμήτωρα της σκηνής τον Χριστόφορο Ταβουλάρης. Στις 7 Νοεμβρίου το 1901 αρχίζει η λειτουργία της Δραματικής Σχολής με καθηγητές τους Θωμά Οικονόμου και Αριστοτέλη Κουρτίδη. Στις 24 Νοεμβρίου το Βασιλικό Θέατρο ανοίγει τις πύλες του στο κοινό, με μονόλογο από το έργο του Δημήτρη Βερναρδάκη «Μαρία Δοξαπατρή» και δύο ελληνικές μονόπρακτες κωμωδίες: Δημήτρη Κορομηλά «Ο θάνατος του Περικλέους» και Χαράλαμπου Άννινου «Ζητείται υπηρέτης». Η ζωή του Βασιλικού Θεάτρου κράτησε μόλις επτά χρόνια. Το σημαντικότερο ιστορικό γεγονός που θα σημάδευε για πάντα τη λειτουργία του, συνέβη στις 30 Δεκεμβρίου 1903, όταν ανεβαίνει η «Ορέστεια» του Αισχύλου, σε μετάφραση καθαρεύουσας του Γ. Σωτηριάδη. Η παράσταση αυτή προκάλεσε τις αντιδράσεις των φοιτητών της Φιλοσοφικής σχολής, που υποκινήθηκαν από τον καθηγητή τους Γεώργιο Μιστριώτη, ο οποίος υποστήριζε ότι οι αρχαίες τραγωδίες έπρεπε να παίζονται στα αρχαία ελληνικά και χαρακτήριζε τη μετάφραση «μαλλιαρή». Μάλιστα είχε κυκλοφορήσει η φήμη ότι οι φοιτητές θα επιχειρούσαν να ματαιώσουν την παράσταση και να κακοποιήσουν τους συντελεστές της. Οι αστυνομικοί που προσπάθησαν να τους απωθήσουν κλείνοντας τον δρόμο τους από το ύψος της Ομόνοιας, άρχισαν να πυροβολούν τους διαδηλωτές με αποτέλεσμα να σκοτωθούν τέσσερις φοιτητές και να τραυματιστούν δεκαπέντε. Το ζήτημα υπήρξε και η αφορμή να ξεσπάσει στους ακαδημαϊκούς κύκλους και όχι μόνο, μια μακρόχρονη γλωσσική αντιπαράθεση. Το 1908 το Βασιλικό Θέατρο ανακοινώνει ότι διακόπτει τις παραστάσεις και το θέατρο παρέμεινε κλειστό ως το 1930. Στο λίγο χρονικό διάστημα που λειτούργησε το θέατρο ανέβασε 128 έργα μεγάλων δραματουργών όπως Σαίξπηρ, Αισχύλο, Σοφοκλή, Μολιέρο, Γκάιτε, Σίλλερ, Κλάιστ και οι σημαντικότεροι ηθοποιοί που πρωταγωνίστησαν ήταν η Μαρίκα Κοτοπούλη, η Σαπφώ Αλκαίου, ο Σπυρίδων Ταβουλάρης, ο Εδμόνδος Φύρστ, ο Ν. Μέγγουλας κ.α.
Η αρχή: Φώτος Πολίτης

Το 1932 ιδρύεται το Εθνικό θέατρο. Γενικός Διευθυντής ορίζεται ο Ιωάννης Γρυπάρης και μόνιμος σκηνοθέτης του θεάτρου ο Φώτος Πολίτης. Ο Πολίτης κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες ώστε να καταφέρει να προσελκύσει σημαντικά ονόματα ηθοποιών που θα δούλευαν στο Εθνικό Θέατρο, όπως, τους Αλέξη Μινωτή, Γεώργιο Γληνό, Μαίρη Σαγιάνου-Κατσέλη, Αιμίλιο Βεάκη, Νικόλαο Ροζάν, Μήτσο Μυράτ, Χριστόφορο Νέζερ, Σαπφώ Αλκαίου, Τηλέμαχο Λεπενιώτη, Γιώργο Γληνό, Μιράντα Μυράτ, Νίκος Παπαγεωργίου, Ελένη Παπαδάκη, Κατίνα Παξινού, Βάσω Μανωλίδου, σε μια περίοδο που τα οικονομικά του θεάτρου ήταν πολύ δύσκολα. Επίσης μόνιμοι συνεργάτες υπήρξαν ο Κλεόβουλος Κλώνης στα σκηνικά και ο Αντώνης Φωκάς στα κοστούμια. Όραμα του Φώτου Πολίτη, όπως ο ίδιος ανακοίνωσε σε μια ιστορική ομιλία του προς τους ηθοποιούς του Εθνικού Θέατρου ήταν η ανάγκη για «καθαρμό» του ελληνικού θεάτρου από την «χυδαία διασκέδαση» και τη δημιουργία ενός «καλλιτεχνικού πυρήνα» που θα βασίζεται στη «καλλιτεχνική ηθική». Ζητά από τους συνεργάτες του να δουλεύουν ως «σύνολο» και να σταθούν επάξια στους δύσκολους καιρούς που βίωναν.
Στις 19 Μαρτίου ανεβαίνει η πρώτη παράσταση της ιστορίας του Εθνικού Θεάτρου που περιλάμβανε δύο έργα: Ο «Αγαμέμνων» του Αισχύλου και «Ο Θείος Όνειρος» του Γρηγορίου Ξενόπουλου. Το 1934 πεθαίνει ο Φώτος Πολίτης. Η συμβολή του Πολίτη ήταν ιδιαίτερη, αφού κατάφερε να διαπαιδαγωγήσει το κοινό, να πρωτοτυπήσει στις σκηνοθεσίες του, να πειθαρχήσει τους ηθοποιούς και τους βεντετισμούς τους και να παράξει σημαντικές παραστάσεις όπως ο «Οιδίποδας Τύραννος» του Σοφοκλή, ο «Ιούλιος Καίσαρας» του Σαίξπηρ, ο «Ποπολάρος» του Ξενόπουλου, ο «Βασιλικός» του Μάτεσι και άλλες.

Το Εθνικό θέατρο στο εξωτερικό
Ο Φώτος Πολίτης δημιούργησε μια νέα ποιότητα στις παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου, η οποία συνεχίστηκε από τον σκηνοθέτη που τον διαδέχτηκε, τον Δημήτρη Ροντήρη. Ο Ροντήρης έδωσε μεγαλύτερη έμφαση στην αρχαία τραγωδία και έδωσε περισσότερο προσοχή στην υποκριτική τέχνη, που επικεντρώνονταν στη ρυθμικότητα του λόγου και της κίνησης. Στις 11 Σεπτεμβρίου 1938 πραγματοποιείται η πρώτη μετά την αρχαιότητα παράσταση αρχαίου δράματος στην Επίδαυρο: Η «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή. Στον ομώνυμο ρόλο η Κατίνα Παξινού και η Ελένη Παππαδάκη στο ρόλο της Κλυταιμνήστρας και η Βάσω Μανωλίδου στον ρόλο της Χρυσόθεμιδος. Η παράσταση συγκέντρωσε γύρω στους 4.000 θεατές που ταξίδεψαν από την Αθήνα στον θέατρο της Επιδαύρου.
Το Εθνικό Θέατρο κυρίως με τη πρωτοβουλία και τη συνδρομή του Γενικού Διευθυντή του, Κωστή Μπαστιά, δίνει παραστάσεις σε γνωστά θέατρα του εξωτερικού και περιοδεύει στο Κάιρο, την Αλεξάνδρεια, το Βερολίνο, το Λονδίνο. Θρυλικές έχουν μείνει οι περιοδείες της «Ηλέκτρας» του Σοφοκλή και του «Άμλετ» του Σαίξπηρ. Ειδικά στον «Άμλετ», ο νεαρός Μινωτής καταπλήσσει το κοινό του εξωτερικού σε σημείο να συγκρίνεται η ερμηνεία του με τον μεγαλύτερο άγγλο σαιξπηρικό ηθοποιό, Τζων Γκίλγουντ. Οι ελληνικές εφημερίδες γράφουν ότι «ο κ. Γκίλγουντ και ο θίασος του έχουν τώρα ένα υψηλό μέτρο συγκρίσεως ύστερα από τον καταπληκτικόν «Άμλετ» του ελληνικού Βασιλικού Θεάτρου». Το Εθνικό θέατρο αρχίζει να αναγνωρίζεται και να καταξιώνεται στα μάτια των ξένων θεάτρων και βιώνει τις πιο ένδοξες στιγμές του.
Άρμα Θέσπιδος και Εθνική Λυρική Σκηνή
Το 1939 ιδρύεται η Κινητή Μονάδα Περιοδειών που ονομάστηκε «Άρμα Θέσπιδος» και με σκηνοθέτη τον Πέλο Κατσέλη. Παρουσιάζει τη πρώτη παράσταση, τον «Οθέλλος» του Σαίξπηρ, στην Κόρινθο, στις 17 Σεπτεμβρίου. Σκοπός του Άρματος ήταν το Εθνικό θέατρο να μπορέσει να επικοινωνήσει μέσα από τις παραστάσεις του και με την ελληνική επαρχία, που δεν μπορούσε να έχει πρόσβαση στο θέαμα που παρέχονταν στην Αθήνα.). Κυρίως όμως οι περιοδείες του Εθνικού Θεάτρου στο εξωτερικό (Αγγλία, Γερμανία το 1939, Κύπρος-Αίγυπτος το 1947, ΗΠΑ το 1952, Γερμανία-Ιταλία-Γαλλία-Γιουγκοσλαβία το 1955, Γαλλία το 1958) συμβάλει στην αναγνώριση της ερμηνείας του αρχαίου δράματος, με αποκορύφωμα την πρόσκληση του θιάσου από το «Θέατρο των Εθνών», το 1955 και το 1958, για να εγκαινιάσει το διεθνές αυτό Φεστιβάλ, με τις παραστάσεις του.
Παράλληλα στις 5 Μαρτίου ιδρύεται η Εθνική Λυρική Σκηνή ως τμήμα του Εθνικού Θεάτρου ενώ το 1944 ιδρύεται η Εθνική Λυρική Σκηνή στο Θέατρο Ολύμπια, της οδού Ακαδημίας, με Καλλιτεχνικό Διευθυντή τον Μανώλη Καλομοίρη. Εκεί το 1941 θα παραγματοποιήσει την πρώτη επαγγελματική εμφάνιση της η Μαρίας Κάλλας, στον «Βοκκάκιο» του von Suppe.
Χρόνια Κατοχής και Απελευθέρωσης
Από τις 24 Νοεμβρίου έως τις 26 Απριλίου 1941 για λόγους ασφαλείας οι παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου και της Λυρικής Σκηνής μεταφέρονται από την Κεντρική Σκηνή στον κινηματογράφο Παλλάς στην οδό Βουκουρεστίου, που διαθέτει καταφύγιο για την περίπτωση αεροπορικού συναγερμού. Το Εθνικό θέατρο τα χρόνια της Κατοχής προσπάθησε να απορροφά ηθοποιούς που είχαν μείνει άνεργοι λόγω του πολέμου και οι θίασοι που απασχολούνταν έκλειναν, όπως αυτός της Κοτοπούλη, της Ανδρεάδη, του Μουσούρη. Επίσης οι χώροι της δραματικής σχολής, μετατράπηκαν σε εστιατόρια, για όσους δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν τροφή. Ο Κωστής Μπαστιάς αντικαθίσταται από τον Νικόλαο Γιοκαρίνη για 20 μήνες, όταν με τη σειρά του έδωσε τη θέση του στον Άγγελο Τερζάκη που χρημάτισε Διευθυντής για λίγους μήνες μέσα στη Κατοχή. Ο Τερζάκης υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους θεατρικούς κριτικούς και νεοέλληνες δραματουργούς. Το 1943 γίνεται η τελευταία τραγική παρουσία της Ελένης Παπαδάκη, ενάμιση χρόνο πριν την δολοφονία της, στο έργο Εκάβη του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Σωκράτη Καραντινού, ενώ το 1944 κλείνει το Εθνικό Θέατρο, επί Διεύθυνσης Νικόλαου Λάσκαρη, με εντολή του Γεωργίου Παπανδρέου, προκειμένου να αναδιοργανωθεί εξαιτίας των «παρεκκλίσεών» του κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
Το Εθνικό θέατρο στο τέλος του Πολέμου, κάνοντας τον απολογισμό του, μέσα από τα κείμενα που δημοσίευσε ο Διευθυντής του Γεώργιος Θεοτοκάς, φαίνεται να αύξησε τις παραγωγές του, να μην έχει διαπιστωθεί έλλειμμα στα οικονομικά του και να έχει έρθει πιο κοντά στο λαϊκό κοινό με τα έργα του. Βέβαια με την Απελευθέρωση, το Εθνικό Θέατρο ξεκίνησε μια σειρά απολύσεων μόνιμων συνεργατών του, στα πλαίσια της δημοκρατικής «εκκαθάρισης» και σχεδίαζε την πορεία του στα μετακατοχικά χρόνια.

Μεταπολεμικά, το Εθνικό θέατρο ανοίγει τις πόρτες του σε καινούργιους καλλιτέχνες και επιχειρεί νέες συνεργασίες με ήδη καταξιωμένους σκηνοθέτες και ηθοποιούς. Έτσι, το 1950 πραγματοποιείται η πρώτη σκηνοθεσία του Αλέξη Σολομού στο Εθνικό Θέατρο με το έργο του Σαίξπηρ «Όπως σας αρέσει» αλλά και του μεγάλου σκηνοθέτη, δασκάλου και αντίπαλο δέος του Εθνικού Θεάτρου, Κάρολου Κουν με το έργο του Πιραντέλλο «Ερρίκος Δ΄». Παράλληλα παλιές συνεργασίες και μόνιμοι ηθοποιοί του Εθνικού αποχωρούν. Το 1951 μάλιστα είναι η χρονιά που το ελληνικό θέατρο χάνει τον μεγαλύτερο ίσως μέχρι σήμερα ηθοποιό του, το Αιμίλιο Βεάκη, που πεθαίνει τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς. Το τελευταίο έργο στο οποίο πρωταγωνίστησε ήταν οι «Τρεις κόσμοι». του Διονυσίου Ρώμα. Ο Βεάκης συνέδεσε το όνομά του με την ιστορία και τη φήμη του Εθνικού Θεάτρου. Είχε ερμηνεύσει πάρα πολλούς πρωταγωνιστικούς ρόλους του ελληνικού και διεθνούς ρεπερτορίου με ιστορική πια την ερμηνεία-σταθμό στον ομώνυμο ρόλο του έργου του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ «Βασιλιά Ληρ». Το 1953 η Κυβέλη υπογράφει μία μεγάλη επιτυχία στην καριέρα της, στο έργο του Γρηγορίου Ξενόπουλου «Το μυστικό της κοντέσας Βαλέραινας».
Το Εθνικό Θέατρο το 1954 καθιερώνει το θεσμό των Επιδαυρίων. Ο Δημήτρης Ροντήρης, δεκαέξι χρόνια μετά την Ηλέκτρα, επιστρέφει στον ανοιχτό χώρο του αρχαίου θεάτρου με τον Ιππόλυτο του Ευριπίδη. Θησέας είναι ο Θάνος Κωτσόπουλος και Ιππόλυτος ο Αλέκος Αλεξανδράκης. Το 1955 τη θέση του Δημήτρη Ροντήρη στην διεύθυνση του θεάτρου αναλαμβάνει ο Αιμίλιος Χουρμούζιος, που από το καλοκαίρι του 1955, καθιερώνει οριστικά το Φεστιβάλ Επιδαύρου. Το Εθνικό Θέατρο προσπαθεί να κλιμακώσει τη δραστηριότητά του ανεβάζοντας κάθε χρόνο νέα έργα, ενώ γίνονται παράλληλα και επαναλήψεις των παλαιοτέρων. Το αρχαίο δράμα για μία ακόμη φορά εξυμνείται μέσα από τις ερμηνείες σπουδαίων ελλήνων ηθοποιών. Μνημειώδεις έχουν μείνει οι ερμηνείες της Κατίνας Παξινού ως «Εκάβη» στο έργο του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή και η σκηνοθεσία και η ερμηνεία του Αλέξη Μινωτή στο έργο του Σοφοκλή «Οιδίπους Τύραννος». Το 1956 ο Μινωτής πρωτοπαίζει το έργο «Οιδίπους επί Κολωνώ». Η μεγάλη επιτυχία της παράστασης οδήγησε σε μεγάλες διεθνείς περιοδείες και πολλές επαναλήψεις στα επόμενα χρόνια Επίσης, το Εθνικό θέατρο στρέφει τη προσοχή του και στην αρχαία κωμωδία, που σιγά σιγά τη θεωρεί ισάξια του αρχαίας τραγωδίας. Χαρακτηριστικό έιναι ότι μέχρι το 1958 δεν είχε παρουσιαστεί στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, αρχαία κωμωδία και η πρώτη παράσταση ήταν με το έργο του Αριστοφάνη «Εκκλησιάζουσες» σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού. Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους η Μαίρη Αρώνη και ο Χριστόφορος Νέζερ, ένα ηθοποιός που σήμερα θεωρείται ότι ήταν λιγότερο προβεβλημένος σε σχέση με τους ηθοποιούς των τραγωδίων, αν και ήταν ο πρώτος έλληνας ηθοποιός που είχε καταφέρει στη καριέρα του να υποδυθεί όλους τους κεντρικούς ρόλους των έργων του Αριστοφάνη. Άλλη σημαντική αριστοφανική παράσταση υπήρξε το 1957 η «Λυσιστράτη» του Αριστοφάνη στην Επίδαυρο, σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού. Στη μεγάλη επιτυχία συμβάλλει η μουσική του Μάνου Χατζιδάκι. Το δε 1960 γίνεται η παγκόσμια πρεμιέρα του έργου «Δύσκολος» του Μενάνδρου στην Επίδαυρο. Επίσης πραγματοποιείται η πρώτη συνεργασία του Μίκη Θεοδωράκη με το Εθνικό Θέατρο στο έργο του Ευριπίδη «Φοίνισσες».
Το Εθνικό Θέατρο, συνειδητοποιώντας την ανάγκη για προώθηση του ελληνικού έργου, της εγχώριας παραγωγής και δεδομένης της εμφάνισης μιας τάσης για αύξηση της ελληνικής συγγραφικής παραγωγής, ιδρύει από το 1956, τη Δεύτερη Σκηνή, με στόχο την παρουσίαση νεοελληνικών έργων. Η πρεμιέρα της Δεύτερης Σκηνής γίνεται με το έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Η Έβδομη μέρα της Δημιουργίας».
Στα πλαίσια της ανανέωσης του ρεπερτορίου και των προσώπων το 1964, το Εθνικό Θέατρο συνεργάζεται με ηθοποιός που ανήκαν στο λεγόμενο εμπορικό, της εποχής, θέατρο. Η Ελλη Λαμπέτη γίνεται πρωταγωνίστρια στο Εθνικό στο έργο του Πωλ Κλωντέλ «Το Ατλαζένιο Γοβάκι» ενώ το 1965 ο φοβερός Δημήτρης Χορν πρωταγωνιστεί στο Εθνικό Θέατρο στο έργο του Αλφρέ ντε Μυσσέ «Λορεντζάτσιο» σε σκηνοθεσία Ζαν Τασσό.
Η δικτατορία των Συνταγματαρχών φέρνει για μία ακόμη φορά τη διοίκηση του ελληνικού κρατικού θεάτρου, σε περίοδο αποπροσανατολισμού και κρίσης. Το ιστορικό παράδειγμα που έχει διασωθεί από τη περίοδο αυτή είναι η παράσταση της «Ηλέκτρας» του Ευριπίδη το 1969 που είχε παρουσιαστεί στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου. Μάλιστα η αρχική σκηνοθεσία ήταν του μεγάλου σκηνοθέτη και θεωρητικού Τάκη Μουζενίδη, που όμως λόγω των συνθηκών αργότερα αποκήρυξε. Αυτό που έκανε τη συγκεκριμένη παράσταση «ιστορική» ήταν τα σκηνικά και τα κοστούμια του ανερχόμενου στις διοικητικές θέσεις του Εθνικού θέατρου, Παύλου Μαντούδη, που προκαλεί ολόκληρο σκάνδαλο, εξαιτίας των "βαλκανικών" της αναφορών του. Ο Μαντούδης, επηρεασμένος από το «κλίμα» της εποχής αποφάσισε να ντύσει την Ηλέκτρα βοσκοπούλα και τον Ορέστη τσέλιγκα, παραπέμποντας περισσότερο σε βουκολικό δράμα με ποιμενικό ειδύλλιο τη τραγωδία του Σευρπίδη, προφανώς εναρμονισμένος με την φολκλόρ αισθητική του Καθεστώτος. Η παράσταση κατακρίθηκε από τους κριτικούς ως απαράδεκτη και κατέβηκε.
Το 1971 ιδρύεται η Νέα Σκηνή, σε αρχιτεκτονικό σχεδιασμό του Μ. Περάκη, από τον τότε διευθυντή Βασίλειο Φράγκο. Το 1972 ο Μάνος Κατράκης πρωταγωνιστεί στο Εθνικό Θέατρο, στο έργο του Θερβάντες Δον Κιχώτης.
Το 1974 Διευθυντής του Θεάτρου διορίζεται για δεύτερη φορά ο Αλέξης Μινωτής. Το γεγονός που σημάδεψε εκείνη τη χρονιά το Εθνικό θέατρο ήταν η ματαίωση της καλοκαιρινής παραγωγής της «Λυσιστράτης» επειδή ο ανδρικός Χορός έπρεπε να πάρει μέρος στην γενική επιστράτευση κατά της Τουρκίας.
Το 1978 παρουσιάζεται η τελευταία σκηνοθεσία του Δημήτρη Ροντήρη στην Επίδαυρο, με το έργο του Σοφοκλή Ηλέκτρα, ενώ τρία χρόνια αργότερα ο σκηνοθέτης πάνω από σαράντα παραστάσεων του Εθνικού Θεάτρου και η μεγάλη ηθοποιός Βάσω Μανωλίδου πεθαίνουν. Τελευταίος μεγάλος της ρόλος ήταν η Ουίνυ στις «Ευτυχισμένες Μέρες» του Σάμιουελ Μπέκετ.
Το 1980 γίνεται η έναρξη της Παιδικής Σκηνής με την παράσταση του έργου του Μώρις Μέτερλινκ «Το Γαλάζιο Πουλί» και το 1982 η πρώτη σκηνοθεσία του Μίνου Βολανάκη με το Εθνικό Θέατρο στην Επίδαυρο, με το έργο «Οιδίπους Τύραννος» του Σοφοκλή. Στον ρόλο του Οιδίποδα ο Νίκος Κούρκουλος. Το 1984 η πρώτη σκηνοθεσία του Ζυλ Ντασέν στο Εθνικό Θέατρο με το έργο του Αντρέι Τουργκιένιεφ «Ένας μήνας στην εξοχή» .
Το 1986 πεθαίνει ο μόνιμος συνεργάτης σκηνογράφος του Εθνικού Θεάτρου, Αντώνης Φωκάς. Δύο χρόνια αργότερα, φεύγει από τη ζωή και ο Κλεόβουλος Κλώνης και το Εθνικό Θέατρο χάνει έτσι το σημαντικότερο εικαστικό δίδυμο της ιστορίας του.
Η σύγχρονη ιστορία του Εθνικού Θεάτρου θα μπορούσε να θεωρηθεί από ορισμένα γεγονότα ορόσημα. Έτσι, το 1989 ο Αλέξης Μινωτής εμφανίζεται για τελευταία φορά στο Εθνικό Θέατρο στο έργο «Η θυσία του Αβραάμ» και το 1992 είναι η τελευταία εμφάνιση του Νίκου Τζόγια στην Επίδαυρο, ως Κρέοντα στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή. Πλέον η «παλαιά» φρουρά και ειδικά ο Αλέξης Μινωτής, σημείο αναφοράς του Εθνικού Θεάτρου, ο άνθρωπος που σχεδόν καθόρισε τη ταυτότητα του, αποχωρούν και δίνουν τη σκυτάλη στις επόμενες γενιές.
Το 1995 νέος καλλιτεχνικός διευθυντής αναλαμβάνει ο Νίκος Κούρκουλος. Εγκαινιάζει μία νέα σκηνή στο Εθνικό θέατρο, το «Παιδικό Στέκι» με το έργο του Μ. Περώ «Ωραία Κοιμωμένη», δείχνοντας έτσι τη διάθεσή του να εκσυγχρονίσει τον Οργανισμό. Μια σειρά κινήσεών του οδεύουν προς αυτή τη κατεύθυνση και έτσι το 1997 επιτυγχάνεται η καλλιτεχνική και εμπορική αναγνώριση του Εθνικού στην περιοδεία στις Η.Π.Α με το έργο «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή. Επίσης, δημιουργείται ο Θίασος Περιοδειών Αρχαίου Δράματος και παρουσιάζονται τα έργα «Μήδεια» του Ευριπίδη και «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή σε πολλές πόλεις του εξωτερικού.
Σημαντική πρωτοβουλία του Νίκου Κούρκουλου αποτέλεσε και η ίδρυση της Πειραματικής Σκηνής, του Άδειου Χώρου και του Εργαστηρίου Ηθοποιών. Πρόκειται για σκηνές που στόχο έχουν την ανάδειξη πρωτοποριακών παραστάσεων, σύγχρονων συγγραφέων και πειραματικών μεθόδων θεατρικής πράξης, υποκριτικής και σκηνοθεσίας. Το Εθνικό Θέατρο ακολουθεί τη λογική των μεγάλων θεάτρων της Ευρώπης, που επιχειρούν να εντάξουν και να υιοθετήσουν τη θεατρική πρωτοπορία και να πατρονάρουν τις νέες τάσεις που αναπτύσσονται ανά τον κόσμο. Η τελευταία σημαντική κίνηση του Εθνικού Θεάτρου είναι η διοργάνωση και θεσμοθέτηση Θερινή Ακαδημία Θεάτρου, προσπάθεια που ξεκίνησε από το 2000 και συνεχίζεται σε ετήσια βάση μέχρι και σήμερα. Σκοπός της είναι η μετακλήσεις ξένων θιάσων , σκηνοθετών και ηθοποιών από το εξωτερικό στη χώρα μας, ώστε να μπορέσουν όσοι ασχολούνται με το χώρο της Τέχνης, με τη μορφή σεμιναρίων και εργαστηρίων να γνωρίσουν καινούργιες τεχνικές και θεωρίες της θεατρικής πράξης, αλλά και να ανταλλάξουν πληροφορίες στα πλαίσια της διαπολιτισμικότητας του θεατρικού φαινομένου.
Στη σύντομη αυτή αναδρομή και περιγραφή της ιστορίας και του ρόλου του Εθνικού Θεάτρου, γίνεται κατανοητό ότι λίγο πολύ όλοι οι καλλιτέχνες, που έγιναν γνωστοί και αγαπήθηκαν από το κοινό τους, κατά καιρούς θήτευσαν στο σημαντικότερο και μακροβιότερο θέατρο της Ελλάδας και έδωσαν όπως και πήραν λάμψη από αυτό. Σήμερα το Εθνικό θέατρο της Ελλάδας, μπορεί να απασχολεί μια πλειάδα καλλιτεχνών στους κόλπους τους και να προσφέρει πλούσιο θέαμα στο κοινό τους με τις τουλάχιστον 15 παραγωγές του ετησίως, αλλά θα πρέπει σίγουρα να μην λησμονά τις πιο ένδοξες στιγμές του και να προσπαθεί πάντοτε να τιμά και να στέκεται επάξια προς τιμήν όλων αυτών των γιγάντων της τέχνης, που πολλοί από αυτούς έδωσαν κυριολεκτικά και τη ζωή τους για τη δημιουργία ενός αξιόλογου ελληνικού πολιτιστικού οργανισμού.

Δεν υπάρχουν σχόλια: