Η παραστασιμότητα των σύγχρονων νεοελληνικών θεατρικών έργων στο ελληνικό θέατρο

Οι νεοέλληνες θεατρικοί συγγραφείς δημιούργησαν μία νέα ιστορία στην θεατρογραφία, με σημείο εκκίνησης την μεταπολεμική περίοδο. Οι κοινωνικές και πολιτικοοικονομικές διακυμάνσεις από την δεκαετία του 1950 και έπειτα, ενέπνευσαν τη θεατρική συγγραφή και τους εκπροσώπους της, οι οποίοι στράφηκαν στην αναζήτηση θεματολογίας που αφορούσε στην ελληνική πραγματικότητα. Ο εντοπισμός του κοινωνικού παραλογισμού, εκφρασμένος είτε από τους εμφύλιους πόλεμους είτε τις δικτατορίες, η κριτική στην μικροαστική νοοτροπία και η μεγέθυνση της ζωής στην επαρχία, οι νεονατουραλιστικές τάσεις, η κοινωνική πίεση και ο αστισμός των πόλεων, η αλληγορία και οι αναφορές στο ιστορικό παρελθόν, ήταν τα κύρια σημεία επικέντρωσης των ανερχόμενων θεατρικών συγγραφέων. Η αναγέννηση του νεοελληνικού έργου οφείλεται στον οργασμό της παραγωγής και οι συγγραφείς αναδεικνύονται και αλληλοεπηρεάζονται ο ένας μετά τον άλλο. Η μέχρι τότε αστείρευτη παραγωγή επιθεωρησιογραφημάτων, που δεν ήταν παρά δημιουργική αφομοίωση της ελληνικής παράδοσης με την μίμηση ξένων προτύπων, δεν ήταν πλέον ικανοποιητική, μάλλον είχε κορεστεί.

Ο καλλιτεχνικός χώρος που γέννησε, υπέθαλψε, υιοθέτησε και άνδρωσε την συλλογική αλλά ασυνείδητη αυτή προσπάθεια θα πρέπει να θεωρηθεί το Θέατρο Τέχνης, δηλαδή ο Κάρολος Κουν। Είναι γνωστό ότι ο μεγαλύτερος, εν ζωή, Έλληνας θεατρικός συγγραφέας, ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, αμέσως μετά την απελευθέρωσή του από το στρατόπεδο Μαουτχάουζεν, έγινε δεκτός και προωθήθηκε από το θέατρο Τέχνης τόσο στην συγγραφή όσο και στο ανέβασμα των πρώτων του θεατρικών πονημάτων। Επίσης, ο Ιάκωβος Καμπανέλλης θεωρείται ο πρωτοπόρος του μεταπολεμικού ελληνικού θεάτρου, ο εισηγητής του και ο άνθρωπος που επηρέασε μία ολόκληρη γενιά θεατρικών συγγραφέων। Γίνεται λοιπόν κατανοητό ότι, στο Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν, παρέλασαν ονόματα όπως η Λούλα Αναγνωστάκη, ο Γιώργιος Σκούρτης, ο Γιώργος Μανιώτης, ο Μπάμπης Τσικληρόπουλος, ο Παύλος Μάτεσις, ο Μάριος Ποντίκας, ο Βασίλης Ζιώγας που είτε μαθήτευσαν δίπλα στον μεγάλο τους δάσκαλο είτε «ανεβάστηκαν» και εξελίχθηκαν από αυτόν και έγιναν γνωστά τα έργα τους.

Το μεταπολεμικό νεοελληνικό θεατρικό έργο διένυσε μία ανοδική πορεία για περίπου σαράντα χρόνια. Όλα αυτά τα χρόνια, εμφανίστηκαν ιστορικές παραστάσεις σε ιστορικές περιόδους, όπου η κοινωνική λειτουργικότητά τους, η απήχησή τους δηλαδή στο κοινό, ήταν ιδιαίτερα έντονη και ξεπερνούσε τον ψυχαγωγικό τους χαρακτήρα. Εξάλλου, το γεγονός ότι ένα θεατρικό έργο «παίζεται» τη ίδια χρονική περίοδο που γράφεται και γράφεται για τη χρονική περίοδο που «παίζεται», σίγουρα πολλαπλασιάζει και τον βαθμό αποδοχής του, πόσο μάλλον όταν αναφέρεται σε ευαίσθητα κοινωνικά θέματα. Αν σήμερα, εννοώντας την τελευταία δεκαετία του προηγούμενου αιώνα, προσπαθούσαμε να επισκοπήσουμε το κατά πόσο παρασταίνεται στις ελληνικές σκηνές, το μεταπολεμικό μας θέατρο, θα έπρεπε να κάνουμε έναν πρώιμο διαχωρισμό ανάμεσα στα γνωστά πλέον έργα που γράφτηκαν κατά τα χρόνια που προανέφερα και σε αυτά που έχουν ξεκινήσει να γράφονται στη δεκαετία του 1990 και ύστερα. Η δεύτερη κατηγορία αναφέρεται στην εμφάνιση της νέας πλέον γενιάς θεατρικών συγγραφέων, που η έναρξή της εντοπίζεται λίγο μετά την μεταπολίτευση. Σημαντικότεροι εκπρόσωποι αυτής της γενιάς πρέπει να θεωρούνται ο Άκης Δήμου, ο Γιάννης Χρυσούλης, η Έλενα Πέγκα, ο Δημήτρης Δημητριάδης, ο Παναγιώτης Μέντης.

Ο Γιώργος Πεφάνης, Λέκτορας του τμήματος Θεατρολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και συγγραφέας αρκετών μελετών που ασχολείται με το έργο των νεοελλήνων συγγραφέων, πιστεύει πως σήμερα ανεβαίνουν έργα τους, αλλά η εικόνα παραμένει αντιφατική: «Υπάρχουν θέατρα που ανέβαζαν έργα των μεταπολεμικών συγγραφέων και τώρα έχουν πάψει και θέατρα που δεν είχαν καμία παράδοση σε αυτά και που όμως έχουν τώρα ξεκινήσει να τα υποστηρίζουν. Για παράδειγμα το θέατρο «Στοά» του Θανάση Παπαγεωργίου, παραμένει πιστό για περισσότερο από τριάντα χρόνια στο ανέβασμα αλλά και την προώθηση του νεοελληνικού θεατρικού κειμένου». Ο Πεφάνης υποστηρίζει πως υπάρχουν έργα συγγραφέων που δεν έχουν βρει ακόμη τον δρόμο της σκηνής για «…λόγους οικονομικούς ή θεατρικού προγραμματισμού. Αναφορικά με το πρώτο, υπάρχουν θεατρικά έργα με πολυάριθμες σκηνές και επεισόδια, που η σκηνική τους πραγμάτωση καθίσταται δυνατή μόνο από οικονομικά ισχυρούς θιάσους, όπως είναι το Εθνικό θέατρο. Για το δεύτερο, πολλά από τα θέατρα σκέφτονται την εμπορική επιτυχία, που δεν θα μπορούσε να τους την προσφέρει πάντα το νεοελληνικό θέατρο. Το σίγουρο είναι πάντως ότι δεν έχουμε τους ανθρώπους και την πολιτική, που θα συντελούσε στην ανάδειξη του νεοελληνικού έργου. Το δράμα για να είναι κατανοητό πρέπει να γίνει επί σκηνής. Το θέατρο πέρα από διασκέδαση είναι και έρευνα και αν δεν υπάρξει θεσμική κάλυψη, δεν πρόκειται να δημιουργηθεί η πραγματική εικόνα της κατάστασης του νεοελληνικού έργου».

Τα κατεξοχήν λοιπόν θέατρα που οφείλουν να προωθούν το νεοελληνικό έργο είναι τα κρατικά. Μάλιστα στο καταστατικό τους προβλέπεται να υπάρχει πάντα τουλάχιστον ένα μέλος του διοικητικού συμβουλίου τους και ένας θεατρικός συγγραφέας. Έτσι στο Εθνικό θέατρο ο Μάριος Ποντίκας και στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας, Γιάννης Χρυσούλης, εκπροσωπούν τη φωνή των Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων. Ανατρέχοντας το δραματολόγιο της προηγούμενης δεκαετίας, των δύο αυτών κρατικών θεάτρων, διαπιστώνουμε ότι τελικά το νεοελληνικό έργο παραγκωνίζεται και το ευρωπαϊκό ρεπερτόριο επιλέγεται ως η κραταιά μορφή παράσταση. Το Εθνικό Θέατρο της Ελλάδας, με τις πέντε σκηνές του και με ρητή δήλωση στους σκοπούς του την «…σκηνική διδασκαλία, προώθηση και ανάπτυξη της ελληνικής και κυρίως της νεοελληνικής δραματουργίας», από το 1990 μέχρι το 2004 έχει ανεβάσει περίπου 20 ελληνικά θεατρικά έργα, τη στιγμή που κάθε χρόνο οι παραγωγές του ανέρχονται περίπου στις 8. Έτσι, οι γνωστότεροι και σημαντικότεροι συγγραφείς με τους οποίους ασχολήθηκε και έδωσε έμφαση είναι ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, όταν το 1993 ανέβασε την τριλογία του «Γράμμα στον Ορέστη-Δείπνος-Πάροδος Θηβών» και το 1994 το «Παραμύθι χωρίς Όνομα» και ο Παύλος Μάτεσις με το «Προς Ελευσίνα» το 1995 και το «Φάντασμα του κυρίου Ραμόν Νοβάρο» το 2003. Από νέους θεατρικούς συγγραφείς ασχολήθηκε με το άλλοτε επιθεωρησιακό και νυν τηλεοπτικό δίδυμο Ρέππα-Παπαθανασίου, παρουσιάζοντας τα έργα τους «Βίρα τις Άγκυρες» το 1997 και το «Ποιά Έλένη;» το 2003 και 2004. Επίσης το 1997 παρουσίασε το έργο του Δημήτρη Κεχαϊδη «Το Πανηγύρι» και φέτος ετοιμάζεται η παράσταση της νεοεμφανιζόμενης Μαριάννας Κάλμπαρη «Βιομαγεία».

Αντίθετα, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος έχει να επιδείξει μεγαλύτερη παραγωγή, ενδιαφέρον και ποικιλία για το νεοελληνικό έργο: Ο Βασίλης Ζιώγας και ο Παύλος Μάτεσις με τα έργα τους «Η Κωμωδία της Μύγας» και η «Τελετή» αντίστοιχα το 1991, το «Μαχαίρι στο Κόκκαλο» του Κώστα Μουρσελά το 1994, το «1843» του Ανδρέα Στάικου το 1995, το 1997 και το 1998 «Τα τέσσερα πόδια του τραπεζιού» και το «Παραμύθι χωρίς Όνομα» του Ι. Καμπανέλλη, Το «Πλέιμομπίλ» του Παναγιώτη Μεντή το 1998, το «Η Γυναίκα του Λώτ» και «Το Τρομπόνι» του Μάριος Ποντίκα το 2000, το «Οδυσσέα Γύρισε Σπίτι» του Ι. Καμπανέλλη το 2001, το «Η βέρα–το Τάβλι» του Δ. Κεχαϊδη και το «Ο Κλόουν» της Μαρίας Λαϊνά το 2003.

Το βάρος λοιπόν της αξιοποίησης του ελληνικού θεατρικού έργου το επωμίζονται επομένως το ελεύθερο θέατρο, τα Δημοτικά Περιφερειακά και οι ερασιτεχνικοί θίασοι. Η Εταιρεία Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων, θεσμικό όργανο στήριξης των πνευματικών δικαιωμάτων των θεατρικών κειμένων διατηρεί στα αρχεία της στατιστικά στοιχεία ως προς την παραστασιμότητα των έργων των μελών της. Το ελεύθερο θέατρο έχει κάνει γνωστό του έλληνες συγγραφείς στο ευρύ κοινό ενώ τα Δημοτικά Θέατρα έχουν αναπτύξει μία ιδιαίτερα έντονη θεατρική δραστηριότητα προσανατολισμένη στο νεοελληνικό έργο, κάνοντας έτσι και σκηνικά το κοινό της επαρχίας κοινωνό με την ουσία της ελληνικής θεατρογραφίας. Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα όπως αυτά του Θεσσαλικού θέατρου, της Πάτρας, του Αγρινίου, της Κρήτης και της Κέρκυρας, στηρίζουν το νεοελληνικό έργο, το θεωρούν ενεργό και δυναμικό ρεπερτόριο και τίθεται σε προτεραιότητα από το ευρωπαϊκό. .

Τη στιγμή λοιπόν που στην Αθήνα λειτουργούν πάνω από εκατό θεατρικές σκηνές, εκτός των ερασιτεχνικών, φέτος η παρουσία του νεοελληνικού έργου προσεγγίζει τις 23 παραστάσεις. Από αυτές 5 είναι επιθεωρήσεις, 4 εντάσσονται στο προπολεμικό θέατρο και οι υπόλοιπες είτε πρόκειται για εντελώς καινούργια θεατρικά έργα ενός ή δύο ετών από την συγγραφή τους, που δεν έχουν προλάβει να καταξιωθούν στην ελληνική δραματουργία είτε δεν ανήκουν στο σοβαρό θέατρο. Μόλις τρεις, «ο Φονιάς» του Μήτσου Ευθυμιάδη, που παίζεται στη Θεατρική σκηνή του Α.Αντωνίου, οι «Δάφνες και Πικροδάφνες» των Κεχαϊδη-Χαβιαρά, στο Θέατρο Τζένη Καρέζη και ο «Αϊβαλιώτης Φώτης Κόντογλου» του Γιάννη Χρυσούλη στο θέατρο Ελεύθερη Έκφραση, αποτελούν το σημερινό αποτύπωμα της επιρροής που έχει το μεταπολεμικό ελληνικό θεατρικό έργο στο ελληνικό θέατρο.

Ο σημαντικότερος λόγος εν τέλει, που οι παραστάσεις του νεοελληνικού θεάτρου έχουν περιοριστεί, εντοπίζεται στην ελλειπτική παραγωγή νέων θεατρικών έργων, αφού η παρακαταθήκη του ελληνικού θεάτρου όχι μόνο έχει ήδη γίνει γνωστή σε προηγούμενα χρόνια, αλλά και καθίσταται μη ανανεώσιμη. Προσθετικά, η ταχύτητα της κοινωνικής εξέλιξης, η ανατροπή των δραματουργικών τεχνικών, η κάπως ξεπερασμένη θεματολογία των έργων αλλά και οι εκσυχρονισμένοι τρόποι ερμηνείας και σκηνικής παρουσίασης, καθιστούν το νεοελληνικό έργο εγκλωβισμένο σε μία εποχή όπου η παγκόσμια θεατρική παραγωγή λειτουργεί ολοένα και πιο ανταγωνιστικά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: