Θέατρο Τέχνης Κάρολου Κουν: ένα επαναστατικό θέατρο

“Δέ κάνουμε Θέατρο για το Θέατρο. Δέ κάνουμε Θέατρο για να ζήσουμε. Κάνουμε Θέατρο για να πλουτίσουμε τους εαυτούς μας, το κοινό που μας παρακολουθεί κι όλοι μαζί να βοηθήσουμε να δημιουργηθεί ένας πλατύς, ψυχικά πλούσιος και ακέραιος πολιτισμός στον τόπο μας.”
Κάρολος Κουν


Το Θέατρο Τέχνης Κάρολου Κουν είναι ένας από τους σημαντικότερους πολιτιστικούς οργανισμούς της σύγχρονης ελληνικής πολιτιστικής ιστορίας. Η συμβολή στο χώρο της ελληνικής, και όχι μόνο, τέχνης είναι καταλυτική, αφού εξέθρεψε στους κόλπους του τις σημαντικότερες προσωπικότητες.όπως είναι οι Ελύτης, Γκάτσος, Χατζιδάκις, Τσαρούχης, Βολανάκης, Σεβαστίκογλου, Στεφανέλλης, Μόραλης, Νικολούδη, Πλωρίτης, Βακαλό, Χρήστου, Μάτεσις, Σκαλιώρας, Χαρατσίδης, Θ. Αντωνίου, Λεοντής, Φωτόπουλος και ένα πλήθος άλλοι λογοτέχνες, μεταφραστές, μουσικοί, εικαστικοί, χορογράφοι. Σήμερα θεωρείται προνόμιο και τιμή για ένα καλλιτέχνη να λέει ότι προέρχεται από το θέατρο Τέχνης, ίση, πολλοί ισχυρίζονται, και μεγαλύτερη από αυτή που εκπέμπει το Εθνικό Θέατρο της Ελλάδος. Είναι εξάλλου γνωστή η αντιπαράθεση ύφους, νοοτροπίας, συμπεριφοράς και αισθητικής που υπήρξε μεταξύ αυτών των δύο κολλοσιαίων προς την αξία τους καλλιτεχνικών θεσμών. είναι ένα θέατρο συνόλου, κοινής θεατρικής παιδείας, κοινών καλλιτεχνικών επιδιώξεων.
Πρόκειται για ένα θέατρο που υπήρξε κάτι περισσότερο από πρωτοπορία για περισσότερο από 30-40 χρόνια και μια από τις σημαντικότερες εκφάνσεις της ελληνικής τέχνης γενικότερα κατά τον 20ό αιώνα. Ο μεγάλος ιστορικός του θεάτρου Γιάννς Σιδέρης έλεγε ότι το Τέχνης δεν είναι μόνο ο Κουν, οι μαθητές του και οι παραστάσεις τους αλλά μαζί το ίδιο το κτίσμα και την πλατεία του, το αμφιθέατρό του, το κοινό του, οι φίλοι του και οι πιστοί του, οι θεατές του, όλοι μαζί, σ' ένα σύνολο.
Ο Κουν αρχικά δίδασκε αγγλικά στο Κολλέγιο Αθηνών. Γεννημένος το 1908 στην Προύσα από εύπορη οικογένεια εμπόρων, αναγκάστηκε να καταφύγει στην Ελλάδα το 1929, ύστερα από σύντομες σπουδές αισθητικής στο Παρίσι. Στο Κολλέγιο Αθηνών εξέφρασε και τις πρώτες του θεατρικές ανησυχίες με παραστάσεις έργων Αυτό που από την αρχή τον απασχολούσε ήταν ο τρόπος, η φόρμα που θα ανεβάσει τις παραστάσεις όχι μόνο των ελληνικών αλλά και των ξένων έργων στο ελληνικό κοινό. Και πάνω σε αυτή τη γραμμή άρχισε ο Κουν να τοποθετεί τις σκηνοθεσίες του χρησιμοποιώντας ως βασική πηγή έμπνευσης και δουλειάς την ελληνική παράδοση. Tο 1933 ιδρύει τη «Λαϊκή Σκηνή» μαζί με τον δημοσιογράφο και πρώην ηθοποιό Διονύσιο Δεβάρη, και τον Γιάννη Τσαρούχη. Ύστερα από τρία μόνο χρόνια δραστηριότητας, το καλοκαίρι του 1936 ανακόπτεται η λειτουργία της. Ο Κουν έρχεται σε επαφή με τις θέσεις και τη διδασκαλία του μεγάλου σκηνοθέτη Κονσταντίν Στανισλάβσκι. Μία διδασκαλία που θα τον επηρεάσει πολύ στον δικό του τρόπο προσέγγισης της ελληνικής παράδοσης, μές από ένα λαϊκό εξπρεσιονισμό. Εν τω μεταξύ ο Κουν συνεργάζεται με το ελεύθερο θέατρο, και σκηνοθετεί τις μεγάλες ηθοποιούς τις εποχής όπως την Κατερίνα και τη Μαρίκα Κοτοπούλη. Η δημιουργία του Θεάτρου Τέχνης έρχεται όμως σαν απάντηση στο εμπορικό θέατρο του μπουλβάρ και της γαλλικής φάρσας. Ιδρυτικά μέλη του θέατρου, αποτέλεσαν κορυφαία ονόματα της καλλιτεχνικής ζωής που έχουν σημαδέψει για πάντα την πολιστιτική εξέλιξη της χώρας μας, ονόματα όπως ο Μάνος Χατζιδάκις, η Δώρα Στράτου, ο Γιώργος Σεβαστίκογλου, ο Μάριος Πλωρίτης και άλλοι. Στις 7 Οκτωβρίου 1942, με την «Αγριόπαπια» του Ίψεν στο τότε θέατρο Αλίκη, σήμερα «Μουσούρη» της πλατείας Καρύτση εγκαινιάζεται το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν. Την ίδια χρονιά βγήκε από τη δραματική σχολή του θεάτρου η πρώτη της γενιά ηθοποιών: Βασίλης Διαμαντόπουλος, Ελένη Χατζηαργύρη, Αλέκα Κατσέλη, Καίτη Λαμπροπούλου, Νίκος Βασταρδής, Γιάννης Αλεξάκης.
Για τον Κουν το Θέατρο Τέχνης ήταν ένας πυρήνας καλλιτεχνικής έκφρασης που επεδίωκε αυτό που μέχρι τότε θεωρούνταν δυσεύρετο: την αληθινή συγκίνηση που θα προέλθει από την ανάκληση του πραγματικού βιώματος. Σκοπός του θεάτρου να δημιουργήσει εγρήγορση στους θεατές του που με τη σειρά της θα οδηγήσει σε μια συμμετοχική δαδικασία της θεατρικής πράξης. Από την άλλη το θεάτρο Τέχνης επιδίωξε να τονίσει τον λαϊκό χαρακτήρα της τέχνης, αλλά και να προβάλλει το οικείο, το γνωστό, το γηγενές, το ελληνικό στοιχείο, που δεν έχει αφομοιωθεί από τις ξένες επιρροές και επιδράσεις. Όχι σε επίπεδο δραματουργίας, επιλογής δηλαδη κειμένων που θα παρουσιαστούν στο κοινό, αφού ο Κουν εισήγαγε ένα πλήρες και ολοκληρωμένο ρεπερτόριο άγνωστων στο μεταπολεμικό ελληνικό θεατρικό κοινό, αλλά όσον αφορά στη δημιουργική καλλιτεχνική σκέψη. Στο Θέατρο Τέχνης πρωτοπαρουσιάστηκαν στο ελληνικό κοινό ο Ουίλιαμς, ο Μίλλερ, ο Λόρκα, ο Μπρεχτ, ο Αραμπάλ, ο Μπέκετ, ο Γκομπρόβιτς, ο Ζενέ, ο Φο, ο Μποντ, ο Μπότο Στράους, και άλλοι.
Αυτή η τάση προς την επανακάλυψη της ελληνικότητας στο θέατρο επεκτάθηκε όχι μόνο στη σκηνοθεσία, την υποκριτική, τη μουσική και τη σκηνογραφία που παρουσίαζαν οι συντελεστές και συνεργάτες του Θέατρου Τέχνης αλλά και στη δραματογραφία. Ο Κουν εξάλλου πάντα πίστευε ότι αν δεν υπάρχει ελληνικό έργο δεν υπάρχει και ελληνικό θέατρο, οπότε προς αυτή τη κατεύθυνση κινήθηκε. Ο «λαϊκός εξπρεσιονισμός» του, η καθαρή λαϊκότητα και η έντονη ελληνικότητα των παραστάσεών του, εκφράστηκε κυρίως στην αρχαία κωμωδία, κατεξοχήν χώρος λαϊκότητας και θυμοσοφίας. Αργότερα, και για τους ξένους ιδίως συγγραφείς, προσέγγιζε τα κείμενα με έναν «ποιητικό ρεαλισμό», που χαρακτήρισε έντονα πολλές παραστάσεις του. .
Το Θέατρο Τέχνης γεννήθηκε μέσα στην Κατοχή με ηθοποιούς και ταυτόχρονα μαθητές της δραματικής σχολής που ιδρύεται μαζί με τον θίασο, παιδιά λαϊκά, φτωχά και αυθεντικά. Έτσι το Θέατρο Τέχνης στηρίζεται οικονομικά κατά κύριο λόγο από φίλους, χρηματοδότες και συνδρομητές. Όμως το 1945, στο τέλος του πολέμου το Τέχνης αναστέλλει τη λειτουργία του. Ένα χρόνο μετά επιστρέφει στη βάση του, στο θέατρο «Αλίκη». Το 1950 το θέατρο διαλύεται ακόμα μια φορά από τον ίδιο τον Κουν, όχι μόνο για οικονομικούς λόγους αλλά και για καλλιτεχνικούς. Ο ίδιος σκηνοθετεί στο Εθνικό Θέατρο, για τέσσερα χρόνια, ανεβάζοντας σημαντικά έργα όπως τις «Τρεις Αδερφές» του Τσέχωφ. Από το 1954 ξεκινά η δεύτερη φάση του Θεάτρου Τέχνης, όταν ο Κουν ανεβάσει νέους έλληνες συγγραφείς και νέα έργα. Ο Κουν παρουσιάζει την «Αυλή των θαυμάτων» του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Ο Καμπανέλλης με την «Αυλή» κατάφερε να στήσει πάνω στη σκηνή μια ολόκληρη Ελλάδα της αρχής του 20 ου αι. με τα αληθινά προβλήματά της. Ήταν ο Κουν και ο Καμπανέλλης που έδοσαν το έναυσμα για την ανάπτυξη της ελληνικής μεταπολεμικής γραφής, εμπνέοντας νέους ανθρώπους να καταπιαστούν με αυτήν. Από τότε μέχρι σήμερα στη Σκηνή του Θεάτρου Τέχνης πρωτοπαρουσιάστηκαν πολλοί νέοι Έλληνες συγγραφείς όπως: Γ.Σεβαστίκογλου, Α.Σολομός, Δ.Κεχαΐδης, Λ.Αναγνωστάκη, Γ.Σκούρτης, Μ.Ευθυμιάδης, Γ.Αρμένης, Ε.Χαβιαρά, Μ.Λαϊνά.
Ο Κουν έχοντας πετύχει και πρωτοτυπήσει στη σκηνοθετική προσέγγιση ευρωπαϊκού και νεοελληνικού ρεπερτορίου, αποτολμά να παρουσιάσει μια νέα οπτική γύρω από το αρχαίο δράμα. Από το 1957 το Θέατρο Τέχνης καταπιάνεται με την αρχαία τραγωδία και κωμωδία, δίνοντας έξοχες παραστάσεις των έργων: "Πλούτος", "Όρνιθες", "Πέρσες", "Βάτραχοι", "Λυσιστράτη", "Οιδίπους Τύραννος", "Αχαρνής", "Επτά επί Θήβας", "Βάκχες", "Ειρήνη", "Τρωαδίτισσες", "Ιππής", "Ορέστεια", "Σφήκες", "Προμηθέας Δεσμώτης", "Ηλέκτρα", "Θεσμοφοριάζουσες", "Αγαμέμνων", "Φιλοκτήτης", "Ιφιγένεια εν Αυλίδι", "Νεφέλες". Τα πιο διάσημα φεστιβάλ του κόσμου βράβευσαν, τίμησαν την προσφορά του Θεάτρου Τέχνης, που έχει στο ενεργητικό του τέσσερις αλησμόνητες συμμετοχές στο "Θέατρο των Εθνών" με "Όρνιθες" το 1962 (α' βραβείο), με "Πέρσες" το 1965, με "Ειρήνη" και "Οιδίποδα Τύραννο" το 1979, με "Αχαρνής" το 1982, καθώς και συμμετοχή στα μεγάλα διεθνή φεστιβάλ της Ζυρίχης, του Ισραήλ, της Βενετίας, της Βιένης, του Βελιγραδίου, της Φλάνδρας, της Βαρσοβίας, της Φλωρεντίας, του Αμβούργου, του Βερολίνου, της Βόννης, του Αμστερνταμ, της Στουτγάρδης, της Στοκχόλμης, του Όσλο, του Ελσίνκι, των Βρυξελλών (Ευρωπάλια '82), της Κωνσταντινούπολης ('88), της Μέριδα ('84, '90). Παράλληλα με την ίδρυση του θεάτρου, ο Κάρολος Κουν προχώρησε και στην ίδρυση της Δραματικής Σχολής του, η οποία λειτουργεί χωρίς διακοπή μέχρι σήμερα, προσφέροντας άξια στελέχη. Ανάμεσα στους ηθοποιούς που έκτοτε σφράγισαν το ελληνικό θέατρο, ήταν οι Έλλη Λαμπέτη, Μελίνα Μερκούρη, Βάσω Μεταξά, Γιάννης Γκιωνάκης, Λυκούργος Καλλέργης, Παντελής Ζερβός, Σταύρος Ξενίδης, Μίμης Φωτόπουλος, Δημήτρης Χατζημάρκος κ.ά. Σήμερα διευθυντής σπουδών είναι ο Διαγόρας Χρονόπουλος. Οι σπουδαστές επιλέγονται με εισαγωγικές εξετάσεις από επιτροπή καθηγητών της σχολής. Η φοίτηση διαρκεί τρία έτη, κατά τα οποία οι σπουδαστές διδάσκονται υποκριτική, αυτοσχεδιασμό, ορθοφωνία, τραγούδι, χορό, σκηνογραφία, ιστορία αρχαίου και σύγχρονου δράματος κ.α. Στη σχολή διδάσκουν γνωστοί ηθοποιοί, μεταφραστές και σκηνοθέτες όπως οι Κατια Γερου- Θοδωρος Γραμψας- Μαριαννα Καλμπαρη, Ευα Κοταμανιδου - Πεπη Οικονομοπουλου - Διαγορας Χρονοπουλος, οι Δημητρης Δεγαϊτης - Κωστης Καπελωνης, οι Ερρικος Μπελιες, Θοδωρης Οικονομου - Μαρινα Χρονοπουλου
Ο Κουν δε θα μπορούσε να βρει καλύτερη ευκαιρία να εφαρμόσει τις απόψεις του για το «λαϊκό εξπρεσιονισμό» από την αττική κωμωδία. Η μεγάλη έκρηξη όμως ήρθε το 1959, με την ιστορική πια παράσταση των «Ορνίθων», που ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων όταν πρωτοπαρουσιάστηκε στο Ηρώδειο στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Οι επικαιρικές αναφορές του Κουν με αποκορύφωμα την εμφάνιση ενός ορθόδοξου ιερέα επί σκηνής προκάλεσε σάλο στους θεατές. Οι «Πέρσες» του Αισχύλου, το μόνο ιστορικό δράμα, αποτελεί για τον Κουν ένα σχόλιο πάνω στο σύγχρονο ιμπεριαλισμό και τη νίκη της δημοκρατίας.
Το 1985 η πολιτεία, θέλοντας να τιμήσει τον Κάρολο Κουν, βοήθησε στη δημιουργία μιας δεύτερης μόνιμης σκηνής 240 θέσεων, υπό την επωνυμία Θέατρο Τέχνης-Κάρολος Κουν, στην οδό Φρυνίχου στην Πλάκα. Ο Κάρολος Κουν απεβίωσε στις 14 Φεβρουαρίου 1987. Την πορεία του Θεάτρου Τέχνης συνέχισαν οι δύο εκ των κληρονόμων του, Γ. Λαζάνης και Μ. Κουγιουμτζής, που υπήρξαν τα βασικά στελέχη του και έχουν την καλλιτεχνική διεύθυνση των δύο σκηνών. Μετά το θάνατο του Κουν το θέατρο Τέχνης είχε καθοδική πορεία. Οι σκηνοθεσίες ανήκαν αποκλειστικά στους Λαζάνη και Κουγιουμτζή, και σιγά σιγά τα στελέχη του θιάσου έφυγαν ή αναγκάστηκαν από τις συνθήκες να απομακρυνθούν (Ρένη Πιττακή, Γιάννης Καρατζογιάννης, Περικλής Καρακωνσταντόγλου, Γιάννης Δεγαΐτης, κ.α).
Το σταθερό κοινό των παραστάσεων του Κουν, άρχισει να απομακρύνεται και ταυτόχρονα να ανακαλύπτει νέους θεατρικούς οργανισμούς που σταδιοδρομούσαν στον δρόμο που χάραξε η αισθητική του Τέχνης. Το θέατρο Τέχνης προσπάθησε να διατηρήσει την αίγλη του μέσα από αναβιώσεις παλιότερων παραστάσεων, από φιλότιμες σκηνοθετικές δουλειές των μαθητών του μεγάλου δασκάλου, την ανάκληση παλιών ηθοποιών του θεάτρου, χωρίς όμως να καταφέρει να ξεπεράσει ποτέ το μεγάλο κενό που άφησε ο ιδρυτής του. Παράλληλα τα δισεπύλητα προβλήματα διαχείρισης και τα οικονομικά χρέη του θεάτρου, σε συνδυασμό με την απώλεια των δύο πιστών μαθητών του Κάρολου Κουν, Μίμη Κουγιουμτζή και Γιώργου Λαζάνη δημιούργησαν ένα κλίμα παρακμής στον ιστορικό αυτό θέατρο. Σήμερα, σαν τελική λύση και ύστατη π[ροσπα΄θει ανανέωσης αποτροπ΄’ης του ενδεχόμενου να πα΄ψει την λειτουργία του, το Υέχνης κάλεσε τον σκηνοθέτη Διαγόρα Χρονόπουλο, «παιδί» κι αυτός του θεάτρου, να αναλάβει τη διεύθυνσή του.
Μπορεί το Θέατρο Τέχνης να ψυχορραγεί καλλιτεχνικά και όχι μόνο, αλλά σίγουρα, κατάφερε να σπείρει τον σπόρο της δημιουργικότητας και ανατροπής στην τέχνη, μια και βλέπουμε ότι τόσα χρόνια μετά ακόμη οι μαθητές του και οι συνεχιστές του έργου του, προσπαθούν να αποδείξουν μέσα από τις δικές τους προσπάθειες τις καταβολές και την ιστορική συνέχεια τους με το αδιαμφισβήτητα, σημαντικότερο ελληνικό θέατρο του 20 αι.

Εθνικό Θέατρο: ιστορία, παραγωγή και πρόσωπα

Κάθε χώρα που διεκδικεί με αξιώσεις την ανάδειξη της πολιτιστικής της δραστηριότητας, προκειμένου να αποτυπώσει την ταυτότητά της και να αποκρυσταλλώσει τον χαρακτήρα της, οφείλει να συγκεντρώνει τη δυναμική της σε ένα οργανισμό που θα την εκπροσωπεί. Η έννοια της εθνικής πολιτιστικής προβολής εξυπηρετεί τόσο διεθνείς όσο και εσωτερικούς σκοπούς, μέσα από φορείς που είναι ικανοί να αποτελούν την αιχμή μίας τέτοιας προσπάθειας. Στο θέατρο για αυτόν τον ρόλο, ιδρύθηκε το Εθνικό θέατρο της Ελλάδας.
Η ιστορία του Εθνικού Θεάτρου μας είναι μεγάλη και άμεσα συνδεδεμένη με τις κοινωνικοιστορικές συνθήκες που καθόρισαν την πορεία της τέχνης στο ελληνικό κράτος
Το Εθνικό Θέατρο ως πρώτο κρατικό θέατρο, εγκαινιάστηκε το 1901 και πρωτολειτούργησε ως Βασιλικό Θέατρο. Το 1908 έκλεισε «επ΄αόριστον» και από το 1930, χάρη στον τότε υπουργό Παιδείας Γεώργιο Παπανδρέου λειτουργεί με τη σημερινή μορφή, ως οργανισμός μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα.
Στόχοι του Εθνικού Θεάτρου
Το καταστατικό του Εθνικού Θεάτρου, εκτός της διακήρυξης ιδρύσεώς του, ορίζει τους σκοπούς που πρέπει να θέτει και να υπηρετεί. Έτσι, ένας πανελλήνιος θεατρικός οργανισμός που εκπροσωπεί ολόκληρο τον ελληνικό πολιτισμό σχετικά με το θέατρο, οφείλει να σηκώσει στις πλάτες του, την τεράστια παράδοση της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και δη αυτή της δραματικής ποίησης. Κύριος λοιπόν στόχος του είναι η προάσπιση της θεατρικής τέχνης, διαφυλάττοντας έτσι την εθνική πολιτιστική ταυτότητα, μέσα από την «μελέτη, την έρευνα, και την η σκηνική διδασκαλία και διάδοση στην Ελλάδα και στο εξωτερικό του αρχαίου δράματος». Η γεφύρωση όμως της αρχαίας παράδοσης με τις επόμενες περιόδους ακμής της ελληνικού θεάτρου, και ειδικά αυτής που σήμερα ονομάζουμε νεοελληνικό θέατρο, τη δραματουργία δηλαδή που αναπτύχθηκε ουσιαστικά από τη σύσταση του Ελληνικού κράτους, μεταεπαναστατικά, αποτελεί επίσης πρωταρχική ανάγκη για το Εθνικό θέατρο, μέσα από τη «σκηνική διδασκαλία, προώθηση και ανάπτυξη της ελληνικής και κυρίως της νεοελληνικής δραματουργίας».
Επιπλέον το Εθνικό Θέατρο, καθίσταται αγωγός επικοινωνίας της ξένης, κλασικής δραματουργίας προς το ελληνικό κοινό αλλά και υπεύθυνο για τη γνωριμία και τη μύηση του κοινού της, με τις νέες μορφές θεάτρου και σκηνικής πειραματικής έκφρασης. Παράλληλα «η προώθηση διεθνών θεατρικών ανταλλαγών και της παγκόσμιας θεατρικής συνεργασίας, κυρίως στο χώρο της Ευρώπης και των χωρών όπου δραστηριοποιείται ο απόδημος Ελληνισμός», θέτει τη ανάγκη μιας συνεχούς δραστηριοποίησης εκ μέρους του κρατικού φορέα, ώστε να δημιουργηθεί μια συνεκτική σχέση με τη παγκόσμια καλλιτεχνικά δρώμενα. Τέλος, αξιοσημείωτη είναι η ευαισθητοποίηση του Εθνικού Θεάτρου για τη θεατρική παιδεία των νέων, μέσα από πραγματοποίηση παραστάσεων για παιδιά και νέους αλλά και η προσπάθεια του να προωθεί το θεατρικό δυναμικό της χώρας, φιλοξενώντας στις σκηνές του, έργα νέων θεατρικών συγγραφέων, και δίνοντας την ευκαιρία σε νέους σκηνοθέτες, σκηνογράφους, μεταφραστές, ηθοποιούς και γενικά συντελεστές της θεατρικής πράξης να αποδείξουν τις καλλιτεχνική τους αξία. Αλλά κυρίως η παροχή θεατρικής εκπαίδευσης με τη δημιουργία Δραματικής Σχολής ενισχύει τον εκπαιδευτικό ρόλο του κρατικού θεάτρου. Η τελευταία, που σήμερα στεγάζεται στην οδό Πειραιώς, θεωρείται η σημαντικότερη δραματική σχολή της Ελλάδας, από τους κόλπους της οποίας έχουν αποφοιτήσει και σταδιοδρομήσει ιστορικοί πλέον ηθοποιοί αλλά και έχει επανδρωθεί από δασκάλους που αποτελούν και πρωτεργάτες της ελληνικής θεατρικής ιστορίας εν γένει.

Διοίκηση και Καλλιτεχνικός Διευθυντής

Το Εθνικό Θέατρο διοικείται από Επταμελές Διοικητικό Συμβούλιο και από τον Καλλιτεχνικό Διευθυντή του. Το Διοικητικό Συμβούλιο αποτελείται από Πρόεδρο, Αντιπρόεδρο και πέντε Συμβούλους, που διορίζονται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού. Η συνολική εικόνα που εκπέμπει το Εθνικό θέατρο στην Ελλάδα και το εξωτερικό, χρεώνεται στον επικεφαλής και υπεύθυνο του θεάτρου, τον Καλλιτεχνικό Διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου από το 1994, Νίκο Κούρκουλο. Η πορεία του καταξιωμένου ηθοποιού στο χώρο της θεατρικής αλλά και κινηματογραφικής τέχνης είναι σίγουρα μακρά, αφού έχει δοκιμαστεί με επιτυχία σε δύσκολους ρόλους αρχαίου ελληνικού δράματος (Μήδεια (1959), Ορέστη (1971) του Ευριπίδη, Οιδίποδα Τύραννο (1982) και Φιλοκτήτη (1991) του Σοφοκλή) και έχει υποδυθεί σημαντικούς ρόλους του παγκόσμιου δραματολογίου, (Η μικρή μας πόλη, (Θόρντον Ουάιλντερ), Ιούλιος Καίσαρ (Σαίξπηρ), Να ντύσουμε τους γυμνούς (Λουίτζι Πιραντέλλο), Λούλου (Φρανκ Βέντεκιντ), Ο Γλάρος, (Άντον Τσέχωφ), Επιστροφή (Χάρολντ Πίντερ), Ψηλά από τη Γέφυρα (Άρθουρ Μίλλερ), Στην Φωλιά του Κούκου (Νταίηλ Βάσερμαν), Όπερα της Πεντάρας, (Μπέρτολτ Μπρεχτ) και Ποτέ την Κυριακή (σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασσέν με τη Μελίνα Μερκούρη) Στον κινηματογράφο έχει πρωταγωνιστήσει σε περισσότερες από 30 κινηματογραφικές ταινίες και μάλιστα έχει τιμήθηκε δύο φορές με το Α΄ Βραβείο Ερμηνείας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και υπήρξε υποψήφιος για το Tony Award στη «Ποτέ την Κυριακή».

Το Βασιλικό Θέατρο: 1901-1908

Το κτίριο που βρίσκεται σήμερα στην Αθήνα, στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου, και θα παραμείνει κλειστό μέχρι μάλλον το 2008, λόγω ανακαίνισης, ξεκίνησε να ανεγείρεται από το 1891, όταν το 1880 ο τότε Βασιλέας Γεώργιος Α΄, έλαβε δωρεά αξίας 10.000 αγγλικών λιρών από τον ομογενή Ευστράτιο Ράλλη. Η πρώτη Εθνική Σκηνή, χτίστηκε με βάση τα σχέδια του γνωστού Αυστριακού αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλλερ. Πρώτος Διευθυντής του Βασιλικού Θεάτρου διορίστηκε ο Άγγελος Βλάχος με σκηνοθέτη τον Θωμά Οικονόμου και Κοσμήτωρα της σκηνής τον Χριστόφορο Ταβουλάρης. Στις 7 Νοεμβρίου το 1901 αρχίζει η λειτουργία της Δραματικής Σχολής με καθηγητές τους Θωμά Οικονόμου και Αριστοτέλη Κουρτίδη. Στις 24 Νοεμβρίου το Βασιλικό Θέατρο ανοίγει τις πύλες του στο κοινό, με μονόλογο από το έργο του Δημήτρη Βερναρδάκη «Μαρία Δοξαπατρή» και δύο ελληνικές μονόπρακτες κωμωδίες: Δημήτρη Κορομηλά «Ο θάνατος του Περικλέους» και Χαράλαμπου Άννινου «Ζητείται υπηρέτης». Η ζωή του Βασιλικού Θεάτρου κράτησε μόλις επτά χρόνια. Το σημαντικότερο ιστορικό γεγονός που θα σημάδευε για πάντα τη λειτουργία του, συνέβη στις 30 Δεκεμβρίου 1903, όταν ανεβαίνει η «Ορέστεια» του Αισχύλου, σε μετάφραση καθαρεύουσας του Γ. Σωτηριάδη. Η παράσταση αυτή προκάλεσε τις αντιδράσεις των φοιτητών της Φιλοσοφικής σχολής, που υποκινήθηκαν από τον καθηγητή τους Γεώργιο Μιστριώτη, ο οποίος υποστήριζε ότι οι αρχαίες τραγωδίες έπρεπε να παίζονται στα αρχαία ελληνικά και χαρακτήριζε τη μετάφραση «μαλλιαρή». Μάλιστα είχε κυκλοφορήσει η φήμη ότι οι φοιτητές θα επιχειρούσαν να ματαιώσουν την παράσταση και να κακοποιήσουν τους συντελεστές της. Οι αστυνομικοί που προσπάθησαν να τους απωθήσουν κλείνοντας τον δρόμο τους από το ύψος της Ομόνοιας, άρχισαν να πυροβολούν τους διαδηλωτές με αποτέλεσμα να σκοτωθούν τέσσερις φοιτητές και να τραυματιστούν δεκαπέντε. Το ζήτημα υπήρξε και η αφορμή να ξεσπάσει στους ακαδημαϊκούς κύκλους και όχι μόνο, μια μακρόχρονη γλωσσική αντιπαράθεση. Το 1908 το Βασιλικό Θέατρο ανακοινώνει ότι διακόπτει τις παραστάσεις και το θέατρο παρέμεινε κλειστό ως το 1930. Στο λίγο χρονικό διάστημα που λειτούργησε το θέατρο ανέβασε 128 έργα μεγάλων δραματουργών όπως Σαίξπηρ, Αισχύλο, Σοφοκλή, Μολιέρο, Γκάιτε, Σίλλερ, Κλάιστ και οι σημαντικότεροι ηθοποιοί που πρωταγωνίστησαν ήταν η Μαρίκα Κοτοπούλη, η Σαπφώ Αλκαίου, ο Σπυρίδων Ταβουλάρης, ο Εδμόνδος Φύρστ, ο Ν. Μέγγουλας κ.α.
Η αρχή: Φώτος Πολίτης

Το 1932 ιδρύεται το Εθνικό θέατρο. Γενικός Διευθυντής ορίζεται ο Ιωάννης Γρυπάρης και μόνιμος σκηνοθέτης του θεάτρου ο Φώτος Πολίτης. Ο Πολίτης κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες ώστε να καταφέρει να προσελκύσει σημαντικά ονόματα ηθοποιών που θα δούλευαν στο Εθνικό Θέατρο, όπως, τους Αλέξη Μινωτή, Γεώργιο Γληνό, Μαίρη Σαγιάνου-Κατσέλη, Αιμίλιο Βεάκη, Νικόλαο Ροζάν, Μήτσο Μυράτ, Χριστόφορο Νέζερ, Σαπφώ Αλκαίου, Τηλέμαχο Λεπενιώτη, Γιώργο Γληνό, Μιράντα Μυράτ, Νίκος Παπαγεωργίου, Ελένη Παπαδάκη, Κατίνα Παξινού, Βάσω Μανωλίδου, σε μια περίοδο που τα οικονομικά του θεάτρου ήταν πολύ δύσκολα. Επίσης μόνιμοι συνεργάτες υπήρξαν ο Κλεόβουλος Κλώνης στα σκηνικά και ο Αντώνης Φωκάς στα κοστούμια. Όραμα του Φώτου Πολίτη, όπως ο ίδιος ανακοίνωσε σε μια ιστορική ομιλία του προς τους ηθοποιούς του Εθνικού Θέατρου ήταν η ανάγκη για «καθαρμό» του ελληνικού θεάτρου από την «χυδαία διασκέδαση» και τη δημιουργία ενός «καλλιτεχνικού πυρήνα» που θα βασίζεται στη «καλλιτεχνική ηθική». Ζητά από τους συνεργάτες του να δουλεύουν ως «σύνολο» και να σταθούν επάξια στους δύσκολους καιρούς που βίωναν.
Στις 19 Μαρτίου ανεβαίνει η πρώτη παράσταση της ιστορίας του Εθνικού Θεάτρου που περιλάμβανε δύο έργα: Ο «Αγαμέμνων» του Αισχύλου και «Ο Θείος Όνειρος» του Γρηγορίου Ξενόπουλου. Το 1934 πεθαίνει ο Φώτος Πολίτης. Η συμβολή του Πολίτη ήταν ιδιαίτερη, αφού κατάφερε να διαπαιδαγωγήσει το κοινό, να πρωτοτυπήσει στις σκηνοθεσίες του, να πειθαρχήσει τους ηθοποιούς και τους βεντετισμούς τους και να παράξει σημαντικές παραστάσεις όπως ο «Οιδίποδας Τύραννος» του Σοφοκλή, ο «Ιούλιος Καίσαρας» του Σαίξπηρ, ο «Ποπολάρος» του Ξενόπουλου, ο «Βασιλικός» του Μάτεσι και άλλες.

Το Εθνικό θέατρο στο εξωτερικό
Ο Φώτος Πολίτης δημιούργησε μια νέα ποιότητα στις παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου, η οποία συνεχίστηκε από τον σκηνοθέτη που τον διαδέχτηκε, τον Δημήτρη Ροντήρη. Ο Ροντήρης έδωσε μεγαλύτερη έμφαση στην αρχαία τραγωδία και έδωσε περισσότερο προσοχή στην υποκριτική τέχνη, που επικεντρώνονταν στη ρυθμικότητα του λόγου και της κίνησης. Στις 11 Σεπτεμβρίου 1938 πραγματοποιείται η πρώτη μετά την αρχαιότητα παράσταση αρχαίου δράματος στην Επίδαυρο: Η «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή. Στον ομώνυμο ρόλο η Κατίνα Παξινού και η Ελένη Παππαδάκη στο ρόλο της Κλυταιμνήστρας και η Βάσω Μανωλίδου στον ρόλο της Χρυσόθεμιδος. Η παράσταση συγκέντρωσε γύρω στους 4.000 θεατές που ταξίδεψαν από την Αθήνα στον θέατρο της Επιδαύρου.
Το Εθνικό Θέατρο κυρίως με τη πρωτοβουλία και τη συνδρομή του Γενικού Διευθυντή του, Κωστή Μπαστιά, δίνει παραστάσεις σε γνωστά θέατρα του εξωτερικού και περιοδεύει στο Κάιρο, την Αλεξάνδρεια, το Βερολίνο, το Λονδίνο. Θρυλικές έχουν μείνει οι περιοδείες της «Ηλέκτρας» του Σοφοκλή και του «Άμλετ» του Σαίξπηρ. Ειδικά στον «Άμλετ», ο νεαρός Μινωτής καταπλήσσει το κοινό του εξωτερικού σε σημείο να συγκρίνεται η ερμηνεία του με τον μεγαλύτερο άγγλο σαιξπηρικό ηθοποιό, Τζων Γκίλγουντ. Οι ελληνικές εφημερίδες γράφουν ότι «ο κ. Γκίλγουντ και ο θίασος του έχουν τώρα ένα υψηλό μέτρο συγκρίσεως ύστερα από τον καταπληκτικόν «Άμλετ» του ελληνικού Βασιλικού Θεάτρου». Το Εθνικό θέατρο αρχίζει να αναγνωρίζεται και να καταξιώνεται στα μάτια των ξένων θεάτρων και βιώνει τις πιο ένδοξες στιγμές του.
Άρμα Θέσπιδος και Εθνική Λυρική Σκηνή
Το 1939 ιδρύεται η Κινητή Μονάδα Περιοδειών που ονομάστηκε «Άρμα Θέσπιδος» και με σκηνοθέτη τον Πέλο Κατσέλη. Παρουσιάζει τη πρώτη παράσταση, τον «Οθέλλος» του Σαίξπηρ, στην Κόρινθο, στις 17 Σεπτεμβρίου. Σκοπός του Άρματος ήταν το Εθνικό θέατρο να μπορέσει να επικοινωνήσει μέσα από τις παραστάσεις του και με την ελληνική επαρχία, που δεν μπορούσε να έχει πρόσβαση στο θέαμα που παρέχονταν στην Αθήνα.). Κυρίως όμως οι περιοδείες του Εθνικού Θεάτρου στο εξωτερικό (Αγγλία, Γερμανία το 1939, Κύπρος-Αίγυπτος το 1947, ΗΠΑ το 1952, Γερμανία-Ιταλία-Γαλλία-Γιουγκοσλαβία το 1955, Γαλλία το 1958) συμβάλει στην αναγνώριση της ερμηνείας του αρχαίου δράματος, με αποκορύφωμα την πρόσκληση του θιάσου από το «Θέατρο των Εθνών», το 1955 και το 1958, για να εγκαινιάσει το διεθνές αυτό Φεστιβάλ, με τις παραστάσεις του.
Παράλληλα στις 5 Μαρτίου ιδρύεται η Εθνική Λυρική Σκηνή ως τμήμα του Εθνικού Θεάτρου ενώ το 1944 ιδρύεται η Εθνική Λυρική Σκηνή στο Θέατρο Ολύμπια, της οδού Ακαδημίας, με Καλλιτεχνικό Διευθυντή τον Μανώλη Καλομοίρη. Εκεί το 1941 θα παραγματοποιήσει την πρώτη επαγγελματική εμφάνιση της η Μαρίας Κάλλας, στον «Βοκκάκιο» του von Suppe.
Χρόνια Κατοχής και Απελευθέρωσης
Από τις 24 Νοεμβρίου έως τις 26 Απριλίου 1941 για λόγους ασφαλείας οι παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου και της Λυρικής Σκηνής μεταφέρονται από την Κεντρική Σκηνή στον κινηματογράφο Παλλάς στην οδό Βουκουρεστίου, που διαθέτει καταφύγιο για την περίπτωση αεροπορικού συναγερμού. Το Εθνικό θέατρο τα χρόνια της Κατοχής προσπάθησε να απορροφά ηθοποιούς που είχαν μείνει άνεργοι λόγω του πολέμου και οι θίασοι που απασχολούνταν έκλειναν, όπως αυτός της Κοτοπούλη, της Ανδρεάδη, του Μουσούρη. Επίσης οι χώροι της δραματικής σχολής, μετατράπηκαν σε εστιατόρια, για όσους δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν τροφή. Ο Κωστής Μπαστιάς αντικαθίσταται από τον Νικόλαο Γιοκαρίνη για 20 μήνες, όταν με τη σειρά του έδωσε τη θέση του στον Άγγελο Τερζάκη που χρημάτισε Διευθυντής για λίγους μήνες μέσα στη Κατοχή. Ο Τερζάκης υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους θεατρικούς κριτικούς και νεοέλληνες δραματουργούς. Το 1943 γίνεται η τελευταία τραγική παρουσία της Ελένης Παπαδάκη, ενάμιση χρόνο πριν την δολοφονία της, στο έργο Εκάβη του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Σωκράτη Καραντινού, ενώ το 1944 κλείνει το Εθνικό Θέατρο, επί Διεύθυνσης Νικόλαου Λάσκαρη, με εντολή του Γεωργίου Παπανδρέου, προκειμένου να αναδιοργανωθεί εξαιτίας των «παρεκκλίσεών» του κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
Το Εθνικό θέατρο στο τέλος του Πολέμου, κάνοντας τον απολογισμό του, μέσα από τα κείμενα που δημοσίευσε ο Διευθυντής του Γεώργιος Θεοτοκάς, φαίνεται να αύξησε τις παραγωγές του, να μην έχει διαπιστωθεί έλλειμμα στα οικονομικά του και να έχει έρθει πιο κοντά στο λαϊκό κοινό με τα έργα του. Βέβαια με την Απελευθέρωση, το Εθνικό Θέατρο ξεκίνησε μια σειρά απολύσεων μόνιμων συνεργατών του, στα πλαίσια της δημοκρατικής «εκκαθάρισης» και σχεδίαζε την πορεία του στα μετακατοχικά χρόνια.

Μεταπολεμικά, το Εθνικό θέατρο ανοίγει τις πόρτες του σε καινούργιους καλλιτέχνες και επιχειρεί νέες συνεργασίες με ήδη καταξιωμένους σκηνοθέτες και ηθοποιούς. Έτσι, το 1950 πραγματοποιείται η πρώτη σκηνοθεσία του Αλέξη Σολομού στο Εθνικό Θέατρο με το έργο του Σαίξπηρ «Όπως σας αρέσει» αλλά και του μεγάλου σκηνοθέτη, δασκάλου και αντίπαλο δέος του Εθνικού Θεάτρου, Κάρολου Κουν με το έργο του Πιραντέλλο «Ερρίκος Δ΄». Παράλληλα παλιές συνεργασίες και μόνιμοι ηθοποιοί του Εθνικού αποχωρούν. Το 1951 μάλιστα είναι η χρονιά που το ελληνικό θέατρο χάνει τον μεγαλύτερο ίσως μέχρι σήμερα ηθοποιό του, το Αιμίλιο Βεάκη, που πεθαίνει τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς. Το τελευταίο έργο στο οποίο πρωταγωνίστησε ήταν οι «Τρεις κόσμοι». του Διονυσίου Ρώμα. Ο Βεάκης συνέδεσε το όνομά του με την ιστορία και τη φήμη του Εθνικού Θεάτρου. Είχε ερμηνεύσει πάρα πολλούς πρωταγωνιστικούς ρόλους του ελληνικού και διεθνούς ρεπερτορίου με ιστορική πια την ερμηνεία-σταθμό στον ομώνυμο ρόλο του έργου του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ «Βασιλιά Ληρ». Το 1953 η Κυβέλη υπογράφει μία μεγάλη επιτυχία στην καριέρα της, στο έργο του Γρηγορίου Ξενόπουλου «Το μυστικό της κοντέσας Βαλέραινας».
Το Εθνικό Θέατρο το 1954 καθιερώνει το θεσμό των Επιδαυρίων. Ο Δημήτρης Ροντήρης, δεκαέξι χρόνια μετά την Ηλέκτρα, επιστρέφει στον ανοιχτό χώρο του αρχαίου θεάτρου με τον Ιππόλυτο του Ευριπίδη. Θησέας είναι ο Θάνος Κωτσόπουλος και Ιππόλυτος ο Αλέκος Αλεξανδράκης. Το 1955 τη θέση του Δημήτρη Ροντήρη στην διεύθυνση του θεάτρου αναλαμβάνει ο Αιμίλιος Χουρμούζιος, που από το καλοκαίρι του 1955, καθιερώνει οριστικά το Φεστιβάλ Επιδαύρου. Το Εθνικό Θέατρο προσπαθεί να κλιμακώσει τη δραστηριότητά του ανεβάζοντας κάθε χρόνο νέα έργα, ενώ γίνονται παράλληλα και επαναλήψεις των παλαιοτέρων. Το αρχαίο δράμα για μία ακόμη φορά εξυμνείται μέσα από τις ερμηνείες σπουδαίων ελλήνων ηθοποιών. Μνημειώδεις έχουν μείνει οι ερμηνείες της Κατίνας Παξινού ως «Εκάβη» στο έργο του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή και η σκηνοθεσία και η ερμηνεία του Αλέξη Μινωτή στο έργο του Σοφοκλή «Οιδίπους Τύραννος». Το 1956 ο Μινωτής πρωτοπαίζει το έργο «Οιδίπους επί Κολωνώ». Η μεγάλη επιτυχία της παράστασης οδήγησε σε μεγάλες διεθνείς περιοδείες και πολλές επαναλήψεις στα επόμενα χρόνια Επίσης, το Εθνικό θέατρο στρέφει τη προσοχή του και στην αρχαία κωμωδία, που σιγά σιγά τη θεωρεί ισάξια του αρχαίας τραγωδίας. Χαρακτηριστικό έιναι ότι μέχρι το 1958 δεν είχε παρουσιαστεί στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, αρχαία κωμωδία και η πρώτη παράσταση ήταν με το έργο του Αριστοφάνη «Εκκλησιάζουσες» σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού. Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους η Μαίρη Αρώνη και ο Χριστόφορος Νέζερ, ένα ηθοποιός που σήμερα θεωρείται ότι ήταν λιγότερο προβεβλημένος σε σχέση με τους ηθοποιούς των τραγωδίων, αν και ήταν ο πρώτος έλληνας ηθοποιός που είχε καταφέρει στη καριέρα του να υποδυθεί όλους τους κεντρικούς ρόλους των έργων του Αριστοφάνη. Άλλη σημαντική αριστοφανική παράσταση υπήρξε το 1957 η «Λυσιστράτη» του Αριστοφάνη στην Επίδαυρο, σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού. Στη μεγάλη επιτυχία συμβάλλει η μουσική του Μάνου Χατζιδάκι. Το δε 1960 γίνεται η παγκόσμια πρεμιέρα του έργου «Δύσκολος» του Μενάνδρου στην Επίδαυρο. Επίσης πραγματοποιείται η πρώτη συνεργασία του Μίκη Θεοδωράκη με το Εθνικό Θέατρο στο έργο του Ευριπίδη «Φοίνισσες».
Το Εθνικό Θέατρο, συνειδητοποιώντας την ανάγκη για προώθηση του ελληνικού έργου, της εγχώριας παραγωγής και δεδομένης της εμφάνισης μιας τάσης για αύξηση της ελληνικής συγγραφικής παραγωγής, ιδρύει από το 1956, τη Δεύτερη Σκηνή, με στόχο την παρουσίαση νεοελληνικών έργων. Η πρεμιέρα της Δεύτερης Σκηνής γίνεται με το έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Η Έβδομη μέρα της Δημιουργίας».
Στα πλαίσια της ανανέωσης του ρεπερτορίου και των προσώπων το 1964, το Εθνικό Θέατρο συνεργάζεται με ηθοποιός που ανήκαν στο λεγόμενο εμπορικό, της εποχής, θέατρο. Η Ελλη Λαμπέτη γίνεται πρωταγωνίστρια στο Εθνικό στο έργο του Πωλ Κλωντέλ «Το Ατλαζένιο Γοβάκι» ενώ το 1965 ο φοβερός Δημήτρης Χορν πρωταγωνιστεί στο Εθνικό Θέατρο στο έργο του Αλφρέ ντε Μυσσέ «Λορεντζάτσιο» σε σκηνοθεσία Ζαν Τασσό.
Η δικτατορία των Συνταγματαρχών φέρνει για μία ακόμη φορά τη διοίκηση του ελληνικού κρατικού θεάτρου, σε περίοδο αποπροσανατολισμού και κρίσης. Το ιστορικό παράδειγμα που έχει διασωθεί από τη περίοδο αυτή είναι η παράσταση της «Ηλέκτρας» του Ευριπίδη το 1969 που είχε παρουσιαστεί στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου. Μάλιστα η αρχική σκηνοθεσία ήταν του μεγάλου σκηνοθέτη και θεωρητικού Τάκη Μουζενίδη, που όμως λόγω των συνθηκών αργότερα αποκήρυξε. Αυτό που έκανε τη συγκεκριμένη παράσταση «ιστορική» ήταν τα σκηνικά και τα κοστούμια του ανερχόμενου στις διοικητικές θέσεις του Εθνικού θέατρου, Παύλου Μαντούδη, που προκαλεί ολόκληρο σκάνδαλο, εξαιτίας των "βαλκανικών" της αναφορών του. Ο Μαντούδης, επηρεασμένος από το «κλίμα» της εποχής αποφάσισε να ντύσει την Ηλέκτρα βοσκοπούλα και τον Ορέστη τσέλιγκα, παραπέμποντας περισσότερο σε βουκολικό δράμα με ποιμενικό ειδύλλιο τη τραγωδία του Σευρπίδη, προφανώς εναρμονισμένος με την φολκλόρ αισθητική του Καθεστώτος. Η παράσταση κατακρίθηκε από τους κριτικούς ως απαράδεκτη και κατέβηκε.
Το 1971 ιδρύεται η Νέα Σκηνή, σε αρχιτεκτονικό σχεδιασμό του Μ. Περάκη, από τον τότε διευθυντή Βασίλειο Φράγκο. Το 1972 ο Μάνος Κατράκης πρωταγωνιστεί στο Εθνικό Θέατρο, στο έργο του Θερβάντες Δον Κιχώτης.
Το 1974 Διευθυντής του Θεάτρου διορίζεται για δεύτερη φορά ο Αλέξης Μινωτής. Το γεγονός που σημάδεψε εκείνη τη χρονιά το Εθνικό θέατρο ήταν η ματαίωση της καλοκαιρινής παραγωγής της «Λυσιστράτης» επειδή ο ανδρικός Χορός έπρεπε να πάρει μέρος στην γενική επιστράτευση κατά της Τουρκίας.
Το 1978 παρουσιάζεται η τελευταία σκηνοθεσία του Δημήτρη Ροντήρη στην Επίδαυρο, με το έργο του Σοφοκλή Ηλέκτρα, ενώ τρία χρόνια αργότερα ο σκηνοθέτης πάνω από σαράντα παραστάσεων του Εθνικού Θεάτρου και η μεγάλη ηθοποιός Βάσω Μανωλίδου πεθαίνουν. Τελευταίος μεγάλος της ρόλος ήταν η Ουίνυ στις «Ευτυχισμένες Μέρες» του Σάμιουελ Μπέκετ.
Το 1980 γίνεται η έναρξη της Παιδικής Σκηνής με την παράσταση του έργου του Μώρις Μέτερλινκ «Το Γαλάζιο Πουλί» και το 1982 η πρώτη σκηνοθεσία του Μίνου Βολανάκη με το Εθνικό Θέατρο στην Επίδαυρο, με το έργο «Οιδίπους Τύραννος» του Σοφοκλή. Στον ρόλο του Οιδίποδα ο Νίκος Κούρκουλος. Το 1984 η πρώτη σκηνοθεσία του Ζυλ Ντασέν στο Εθνικό Θέατρο με το έργο του Αντρέι Τουργκιένιεφ «Ένας μήνας στην εξοχή» .
Το 1986 πεθαίνει ο μόνιμος συνεργάτης σκηνογράφος του Εθνικού Θεάτρου, Αντώνης Φωκάς. Δύο χρόνια αργότερα, φεύγει από τη ζωή και ο Κλεόβουλος Κλώνης και το Εθνικό Θέατρο χάνει έτσι το σημαντικότερο εικαστικό δίδυμο της ιστορίας του.
Η σύγχρονη ιστορία του Εθνικού Θεάτρου θα μπορούσε να θεωρηθεί από ορισμένα γεγονότα ορόσημα. Έτσι, το 1989 ο Αλέξης Μινωτής εμφανίζεται για τελευταία φορά στο Εθνικό Θέατρο στο έργο «Η θυσία του Αβραάμ» και το 1992 είναι η τελευταία εμφάνιση του Νίκου Τζόγια στην Επίδαυρο, ως Κρέοντα στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή. Πλέον η «παλαιά» φρουρά και ειδικά ο Αλέξης Μινωτής, σημείο αναφοράς του Εθνικού Θεάτρου, ο άνθρωπος που σχεδόν καθόρισε τη ταυτότητα του, αποχωρούν και δίνουν τη σκυτάλη στις επόμενες γενιές.
Το 1995 νέος καλλιτεχνικός διευθυντής αναλαμβάνει ο Νίκος Κούρκουλος. Εγκαινιάζει μία νέα σκηνή στο Εθνικό θέατρο, το «Παιδικό Στέκι» με το έργο του Μ. Περώ «Ωραία Κοιμωμένη», δείχνοντας έτσι τη διάθεσή του να εκσυγχρονίσει τον Οργανισμό. Μια σειρά κινήσεών του οδεύουν προς αυτή τη κατεύθυνση και έτσι το 1997 επιτυγχάνεται η καλλιτεχνική και εμπορική αναγνώριση του Εθνικού στην περιοδεία στις Η.Π.Α με το έργο «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή. Επίσης, δημιουργείται ο Θίασος Περιοδειών Αρχαίου Δράματος και παρουσιάζονται τα έργα «Μήδεια» του Ευριπίδη και «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή σε πολλές πόλεις του εξωτερικού.
Σημαντική πρωτοβουλία του Νίκου Κούρκουλου αποτέλεσε και η ίδρυση της Πειραματικής Σκηνής, του Άδειου Χώρου και του Εργαστηρίου Ηθοποιών. Πρόκειται για σκηνές που στόχο έχουν την ανάδειξη πρωτοποριακών παραστάσεων, σύγχρονων συγγραφέων και πειραματικών μεθόδων θεατρικής πράξης, υποκριτικής και σκηνοθεσίας. Το Εθνικό Θέατρο ακολουθεί τη λογική των μεγάλων θεάτρων της Ευρώπης, που επιχειρούν να εντάξουν και να υιοθετήσουν τη θεατρική πρωτοπορία και να πατρονάρουν τις νέες τάσεις που αναπτύσσονται ανά τον κόσμο. Η τελευταία σημαντική κίνηση του Εθνικού Θεάτρου είναι η διοργάνωση και θεσμοθέτηση Θερινή Ακαδημία Θεάτρου, προσπάθεια που ξεκίνησε από το 2000 και συνεχίζεται σε ετήσια βάση μέχρι και σήμερα. Σκοπός της είναι η μετακλήσεις ξένων θιάσων , σκηνοθετών και ηθοποιών από το εξωτερικό στη χώρα μας, ώστε να μπορέσουν όσοι ασχολούνται με το χώρο της Τέχνης, με τη μορφή σεμιναρίων και εργαστηρίων να γνωρίσουν καινούργιες τεχνικές και θεωρίες της θεατρικής πράξης, αλλά και να ανταλλάξουν πληροφορίες στα πλαίσια της διαπολιτισμικότητας του θεατρικού φαινομένου.
Στη σύντομη αυτή αναδρομή και περιγραφή της ιστορίας και του ρόλου του Εθνικού Θεάτρου, γίνεται κατανοητό ότι λίγο πολύ όλοι οι καλλιτέχνες, που έγιναν γνωστοί και αγαπήθηκαν από το κοινό τους, κατά καιρούς θήτευσαν στο σημαντικότερο και μακροβιότερο θέατρο της Ελλάδας και έδωσαν όπως και πήραν λάμψη από αυτό. Σήμερα το Εθνικό θέατρο της Ελλάδας, μπορεί να απασχολεί μια πλειάδα καλλιτεχνών στους κόλπους τους και να προσφέρει πλούσιο θέαμα στο κοινό τους με τις τουλάχιστον 15 παραγωγές του ετησίως, αλλά θα πρέπει σίγουρα να μην λησμονά τις πιο ένδοξες στιγμές του και να προσπαθεί πάντοτε να τιμά και να στέκεται επάξια προς τιμήν όλων αυτών των γιγάντων της τέχνης, που πολλοί από αυτούς έδωσαν κυριολεκτικά και τη ζωή τους για τη δημιουργία ενός αξιόλογου ελληνικού πολιτιστικού οργανισμού.

Η παραστασιμότητα των σύγχρονων νεοελληνικών θεατρικών έργων στο ελληνικό θέατρο

Οι νεοέλληνες θεατρικοί συγγραφείς δημιούργησαν μία νέα ιστορία στην θεατρογραφία, με σημείο εκκίνησης την μεταπολεμική περίοδο. Οι κοινωνικές και πολιτικοοικονομικές διακυμάνσεις από την δεκαετία του 1950 και έπειτα, ενέπνευσαν τη θεατρική συγγραφή και τους εκπροσώπους της, οι οποίοι στράφηκαν στην αναζήτηση θεματολογίας που αφορούσε στην ελληνική πραγματικότητα. Ο εντοπισμός του κοινωνικού παραλογισμού, εκφρασμένος είτε από τους εμφύλιους πόλεμους είτε τις δικτατορίες, η κριτική στην μικροαστική νοοτροπία και η μεγέθυνση της ζωής στην επαρχία, οι νεονατουραλιστικές τάσεις, η κοινωνική πίεση και ο αστισμός των πόλεων, η αλληγορία και οι αναφορές στο ιστορικό παρελθόν, ήταν τα κύρια σημεία επικέντρωσης των ανερχόμενων θεατρικών συγγραφέων. Η αναγέννηση του νεοελληνικού έργου οφείλεται στον οργασμό της παραγωγής και οι συγγραφείς αναδεικνύονται και αλληλοεπηρεάζονται ο ένας μετά τον άλλο. Η μέχρι τότε αστείρευτη παραγωγή επιθεωρησιογραφημάτων, που δεν ήταν παρά δημιουργική αφομοίωση της ελληνικής παράδοσης με την μίμηση ξένων προτύπων, δεν ήταν πλέον ικανοποιητική, μάλλον είχε κορεστεί.

Ο καλλιτεχνικός χώρος που γέννησε, υπέθαλψε, υιοθέτησε και άνδρωσε την συλλογική αλλά ασυνείδητη αυτή προσπάθεια θα πρέπει να θεωρηθεί το Θέατρο Τέχνης, δηλαδή ο Κάρολος Κουν। Είναι γνωστό ότι ο μεγαλύτερος, εν ζωή, Έλληνας θεατρικός συγγραφέας, ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, αμέσως μετά την απελευθέρωσή του από το στρατόπεδο Μαουτχάουζεν, έγινε δεκτός και προωθήθηκε από το θέατρο Τέχνης τόσο στην συγγραφή όσο και στο ανέβασμα των πρώτων του θεατρικών πονημάτων। Επίσης, ο Ιάκωβος Καμπανέλλης θεωρείται ο πρωτοπόρος του μεταπολεμικού ελληνικού θεάτρου, ο εισηγητής του και ο άνθρωπος που επηρέασε μία ολόκληρη γενιά θεατρικών συγγραφέων। Γίνεται λοιπόν κατανοητό ότι, στο Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν, παρέλασαν ονόματα όπως η Λούλα Αναγνωστάκη, ο Γιώργιος Σκούρτης, ο Γιώργος Μανιώτης, ο Μπάμπης Τσικληρόπουλος, ο Παύλος Μάτεσις, ο Μάριος Ποντίκας, ο Βασίλης Ζιώγας που είτε μαθήτευσαν δίπλα στον μεγάλο τους δάσκαλο είτε «ανεβάστηκαν» και εξελίχθηκαν από αυτόν και έγιναν γνωστά τα έργα τους.

Το μεταπολεμικό νεοελληνικό θεατρικό έργο διένυσε μία ανοδική πορεία για περίπου σαράντα χρόνια. Όλα αυτά τα χρόνια, εμφανίστηκαν ιστορικές παραστάσεις σε ιστορικές περιόδους, όπου η κοινωνική λειτουργικότητά τους, η απήχησή τους δηλαδή στο κοινό, ήταν ιδιαίτερα έντονη και ξεπερνούσε τον ψυχαγωγικό τους χαρακτήρα. Εξάλλου, το γεγονός ότι ένα θεατρικό έργο «παίζεται» τη ίδια χρονική περίοδο που γράφεται και γράφεται για τη χρονική περίοδο που «παίζεται», σίγουρα πολλαπλασιάζει και τον βαθμό αποδοχής του, πόσο μάλλον όταν αναφέρεται σε ευαίσθητα κοινωνικά θέματα. Αν σήμερα, εννοώντας την τελευταία δεκαετία του προηγούμενου αιώνα, προσπαθούσαμε να επισκοπήσουμε το κατά πόσο παρασταίνεται στις ελληνικές σκηνές, το μεταπολεμικό μας θέατρο, θα έπρεπε να κάνουμε έναν πρώιμο διαχωρισμό ανάμεσα στα γνωστά πλέον έργα που γράφτηκαν κατά τα χρόνια που προανέφερα και σε αυτά που έχουν ξεκινήσει να γράφονται στη δεκαετία του 1990 και ύστερα. Η δεύτερη κατηγορία αναφέρεται στην εμφάνιση της νέας πλέον γενιάς θεατρικών συγγραφέων, που η έναρξή της εντοπίζεται λίγο μετά την μεταπολίτευση. Σημαντικότεροι εκπρόσωποι αυτής της γενιάς πρέπει να θεωρούνται ο Άκης Δήμου, ο Γιάννης Χρυσούλης, η Έλενα Πέγκα, ο Δημήτρης Δημητριάδης, ο Παναγιώτης Μέντης.

Ο Γιώργος Πεφάνης, Λέκτορας του τμήματος Θεατρολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και συγγραφέας αρκετών μελετών που ασχολείται με το έργο των νεοελλήνων συγγραφέων, πιστεύει πως σήμερα ανεβαίνουν έργα τους, αλλά η εικόνα παραμένει αντιφατική: «Υπάρχουν θέατρα που ανέβαζαν έργα των μεταπολεμικών συγγραφέων και τώρα έχουν πάψει και θέατρα που δεν είχαν καμία παράδοση σε αυτά και που όμως έχουν τώρα ξεκινήσει να τα υποστηρίζουν. Για παράδειγμα το θέατρο «Στοά» του Θανάση Παπαγεωργίου, παραμένει πιστό για περισσότερο από τριάντα χρόνια στο ανέβασμα αλλά και την προώθηση του νεοελληνικού θεατρικού κειμένου». Ο Πεφάνης υποστηρίζει πως υπάρχουν έργα συγγραφέων που δεν έχουν βρει ακόμη τον δρόμο της σκηνής για «…λόγους οικονομικούς ή θεατρικού προγραμματισμού. Αναφορικά με το πρώτο, υπάρχουν θεατρικά έργα με πολυάριθμες σκηνές και επεισόδια, που η σκηνική τους πραγμάτωση καθίσταται δυνατή μόνο από οικονομικά ισχυρούς θιάσους, όπως είναι το Εθνικό θέατρο. Για το δεύτερο, πολλά από τα θέατρα σκέφτονται την εμπορική επιτυχία, που δεν θα μπορούσε να τους την προσφέρει πάντα το νεοελληνικό θέατρο. Το σίγουρο είναι πάντως ότι δεν έχουμε τους ανθρώπους και την πολιτική, που θα συντελούσε στην ανάδειξη του νεοελληνικού έργου. Το δράμα για να είναι κατανοητό πρέπει να γίνει επί σκηνής. Το θέατρο πέρα από διασκέδαση είναι και έρευνα και αν δεν υπάρξει θεσμική κάλυψη, δεν πρόκειται να δημιουργηθεί η πραγματική εικόνα της κατάστασης του νεοελληνικού έργου».

Τα κατεξοχήν λοιπόν θέατρα που οφείλουν να προωθούν το νεοελληνικό έργο είναι τα κρατικά. Μάλιστα στο καταστατικό τους προβλέπεται να υπάρχει πάντα τουλάχιστον ένα μέλος του διοικητικού συμβουλίου τους και ένας θεατρικός συγγραφέας. Έτσι στο Εθνικό θέατρο ο Μάριος Ποντίκας και στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας, Γιάννης Χρυσούλης, εκπροσωπούν τη φωνή των Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων. Ανατρέχοντας το δραματολόγιο της προηγούμενης δεκαετίας, των δύο αυτών κρατικών θεάτρων, διαπιστώνουμε ότι τελικά το νεοελληνικό έργο παραγκωνίζεται και το ευρωπαϊκό ρεπερτόριο επιλέγεται ως η κραταιά μορφή παράσταση. Το Εθνικό Θέατρο της Ελλάδας, με τις πέντε σκηνές του και με ρητή δήλωση στους σκοπούς του την «…σκηνική διδασκαλία, προώθηση και ανάπτυξη της ελληνικής και κυρίως της νεοελληνικής δραματουργίας», από το 1990 μέχρι το 2004 έχει ανεβάσει περίπου 20 ελληνικά θεατρικά έργα, τη στιγμή που κάθε χρόνο οι παραγωγές του ανέρχονται περίπου στις 8. Έτσι, οι γνωστότεροι και σημαντικότεροι συγγραφείς με τους οποίους ασχολήθηκε και έδωσε έμφαση είναι ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, όταν το 1993 ανέβασε την τριλογία του «Γράμμα στον Ορέστη-Δείπνος-Πάροδος Θηβών» και το 1994 το «Παραμύθι χωρίς Όνομα» και ο Παύλος Μάτεσις με το «Προς Ελευσίνα» το 1995 και το «Φάντασμα του κυρίου Ραμόν Νοβάρο» το 2003. Από νέους θεατρικούς συγγραφείς ασχολήθηκε με το άλλοτε επιθεωρησιακό και νυν τηλεοπτικό δίδυμο Ρέππα-Παπαθανασίου, παρουσιάζοντας τα έργα τους «Βίρα τις Άγκυρες» το 1997 και το «Ποιά Έλένη;» το 2003 και 2004. Επίσης το 1997 παρουσίασε το έργο του Δημήτρη Κεχαϊδη «Το Πανηγύρι» και φέτος ετοιμάζεται η παράσταση της νεοεμφανιζόμενης Μαριάννας Κάλμπαρη «Βιομαγεία».

Αντίθετα, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος έχει να επιδείξει μεγαλύτερη παραγωγή, ενδιαφέρον και ποικιλία για το νεοελληνικό έργο: Ο Βασίλης Ζιώγας και ο Παύλος Μάτεσις με τα έργα τους «Η Κωμωδία της Μύγας» και η «Τελετή» αντίστοιχα το 1991, το «Μαχαίρι στο Κόκκαλο» του Κώστα Μουρσελά το 1994, το «1843» του Ανδρέα Στάικου το 1995, το 1997 και το 1998 «Τα τέσσερα πόδια του τραπεζιού» και το «Παραμύθι χωρίς Όνομα» του Ι. Καμπανέλλη, Το «Πλέιμομπίλ» του Παναγιώτη Μεντή το 1998, το «Η Γυναίκα του Λώτ» και «Το Τρομπόνι» του Μάριος Ποντίκα το 2000, το «Οδυσσέα Γύρισε Σπίτι» του Ι. Καμπανέλλη το 2001, το «Η βέρα–το Τάβλι» του Δ. Κεχαϊδη και το «Ο Κλόουν» της Μαρίας Λαϊνά το 2003.

Το βάρος λοιπόν της αξιοποίησης του ελληνικού θεατρικού έργου το επωμίζονται επομένως το ελεύθερο θέατρο, τα Δημοτικά Περιφερειακά και οι ερασιτεχνικοί θίασοι. Η Εταιρεία Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων, θεσμικό όργανο στήριξης των πνευματικών δικαιωμάτων των θεατρικών κειμένων διατηρεί στα αρχεία της στατιστικά στοιχεία ως προς την παραστασιμότητα των έργων των μελών της. Το ελεύθερο θέατρο έχει κάνει γνωστό του έλληνες συγγραφείς στο ευρύ κοινό ενώ τα Δημοτικά Θέατρα έχουν αναπτύξει μία ιδιαίτερα έντονη θεατρική δραστηριότητα προσανατολισμένη στο νεοελληνικό έργο, κάνοντας έτσι και σκηνικά το κοινό της επαρχίας κοινωνό με την ουσία της ελληνικής θεατρογραφίας. Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα όπως αυτά του Θεσσαλικού θέατρου, της Πάτρας, του Αγρινίου, της Κρήτης και της Κέρκυρας, στηρίζουν το νεοελληνικό έργο, το θεωρούν ενεργό και δυναμικό ρεπερτόριο και τίθεται σε προτεραιότητα από το ευρωπαϊκό. .

Τη στιγμή λοιπόν που στην Αθήνα λειτουργούν πάνω από εκατό θεατρικές σκηνές, εκτός των ερασιτεχνικών, φέτος η παρουσία του νεοελληνικού έργου προσεγγίζει τις 23 παραστάσεις. Από αυτές 5 είναι επιθεωρήσεις, 4 εντάσσονται στο προπολεμικό θέατρο και οι υπόλοιπες είτε πρόκειται για εντελώς καινούργια θεατρικά έργα ενός ή δύο ετών από την συγγραφή τους, που δεν έχουν προλάβει να καταξιωθούν στην ελληνική δραματουργία είτε δεν ανήκουν στο σοβαρό θέατρο. Μόλις τρεις, «ο Φονιάς» του Μήτσου Ευθυμιάδη, που παίζεται στη Θεατρική σκηνή του Α.Αντωνίου, οι «Δάφνες και Πικροδάφνες» των Κεχαϊδη-Χαβιαρά, στο Θέατρο Τζένη Καρέζη και ο «Αϊβαλιώτης Φώτης Κόντογλου» του Γιάννη Χρυσούλη στο θέατρο Ελεύθερη Έκφραση, αποτελούν το σημερινό αποτύπωμα της επιρροής που έχει το μεταπολεμικό ελληνικό θεατρικό έργο στο ελληνικό θέατρο.

Ο σημαντικότερος λόγος εν τέλει, που οι παραστάσεις του νεοελληνικού θεάτρου έχουν περιοριστεί, εντοπίζεται στην ελλειπτική παραγωγή νέων θεατρικών έργων, αφού η παρακαταθήκη του ελληνικού θεάτρου όχι μόνο έχει ήδη γίνει γνωστή σε προηγούμενα χρόνια, αλλά και καθίσταται μη ανανεώσιμη. Προσθετικά, η ταχύτητα της κοινωνικής εξέλιξης, η ανατροπή των δραματουργικών τεχνικών, η κάπως ξεπερασμένη θεματολογία των έργων αλλά και οι εκσυχρονισμένοι τρόποι ερμηνείας και σκηνικής παρουσίασης, καθιστούν το νεοελληνικό έργο εγκλωβισμένο σε μία εποχή όπου η παγκόσμια θεατρική παραγωγή λειτουργεί ολοένα και πιο ανταγωνιστικά.